οἴκοι: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
(3b)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''οἴκοι:''' adv. [арх. locat. к [[οἶκος]]<br /><b class="num">1)</b> дома: οὔ νυ καὶ [[ὑμῖν]] οἴ. ἔνεστι [[γόος]]; Hom. разве у вас (самих) нет горя?;<br /><b class="num">2)</b> на родине, в (своем) отечестве: ἡ οἴ. (sc. [[πόλις]]) Soph. родной город; τὰ οἴ. Plat., Xen.; внутренние дела, собственные (личные) обстоятельства, частные интересы.
|elrutext='''οἴκοι:''' adv. [арх. locat. к [[οἶκος]]<br /><b class="num">1)</b> дома: οὔ νυ καὶ [[ὑμῖν]] οἴ. ἔνεστι [[γόος]]; Hom. разве у вас (самих) нет горя?;<br /><b class="num">2)</b> на родине, в (своем) отечестве: ἡ οἴ. (sc. [[πόλις]]) Soph. родной город; τὰ οἴ. Plat., Xen.; внутренние дела, собственные (личные) обстоятельства, частные интересы.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οἶκος]]<br />at [[home]], in the [[house]], Lat. [[domi]], Il., Hes., etc.; τὰ [[οἴκοι]] one's [[domestic]] affairs, Xen., Plat.; so, ἡ [[οἴκοι]] [[δίαιτα]] Soph.; ἡ [[οἴκοι]] (sc. πόλισ) one's own [[country]], Soph.
}}
}}

Revision as of 14:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴκοι Medium diacritics: οἴκοι Low diacritics: οίκοι Capitals: ΟΙΚΟΙ
Transliteration A: oíkoi Transliteration B: oikoi Transliteration C: oikoi Beta Code: oi)/koi

English (LSJ)

Adv. (old loc. of οἶκος)

   A at home, in the house, οὔ νυ καὶ ὑμῖν οἴ. ἔνεστι γόος . .; Il.24.240 ; οἴ. βέλτερον εἶναι Hes.Op.365, etc. ; τὰ οἴ. one's domestic affairs, X.Cyr.6.1.42 ; home products, Pl.R.371a ; ἡ οἴ. δίαιτα S.OC352 ; ἡ δ' οἴ. (sc. πόλις) one's own country, ib.759 ; αἱ οἴ. τιμαί Isoc.Ep.4.7.    2 = οἴκαδε 1, Zos.2.27.2.

Greek (Liddell-Scott)

οἴκοι: Ἐπίρρ. ἐν τῷ οἴκω, Λατ. domi (πρβλ. οἴκοθι), οὔ νυ καὶ ὑμῖν οἴκοι ἔνεστι γόος... Ἰλ. Ω. 240, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 363, κτλ.· τὰ οἴκοι, αἱ οἰκιακαὶ ὑποθέσεις, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 42, Πλάτ. Πολ. 371Α· οὕτως, ἡ οἴκοι δίαιτα Σοφ. Ο. Κ. 352· ἡ δ’ οἴκοι (ἐξυπακ. πόλις), ἡ πατρίς, αὐτόθι 759· αἱ οἴκοι τιμαὶ Ἰσοκρ. 414Ε. Πρβλ. οἴκει. 2) = οἴκαδε, ἀπαγαγεῖν Ζώσιμος 27, 11.

French (Bailly abrégé)

adv. sans mouv.
1 à la maison;
2 dans son propre pays.
Étymologie: locatif de οἶκος.

English (Slater)

οἴκοι
   1 at home, in one's own country “εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε” (P. 4.43) οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν ἐπάγαγες (P. 8.65) ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι (N. 2.23) ἅλικας δ' ἐλθόντας οἴκοι τ ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ (N. 5.45)

Greek Monolingual

οἴκοι)
επίρρ.
1. στο σπίτι, κατ' οίκον (α. «οὔ νυ καὶ ὑμῑν οἴκοι ἔνεστι γόος», Ομ. Ιλ.
β. «του επιβλήθηκε οίκοι περιορισμός»)
2. στην πατρίδα
αρχ.
1. προς το σπίτι ή προς την πατρίδα
2. (ενάρθρως ως επιθετ. προσδ. ουσ.) , , τὸ οἴκοι
ο σχετικός με το σπίτι ή με την πατρίδα («ἡ οἴκοι δίαιτα», Σοφ.)
3. (ενάρθρως ως ουσ.) α) οἴκοι
(ενν. πόλις) η πατρίδα
β) τὰ οἴκοι
i) οι οικιακές υποθέσεις
ii) τα οικιακά προϊόντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. προερχόμενο από την παλαιά τοπική πτώση οἴκοι του οἶκος (πρβλ. πέδοι)].

Greek Monotonic

οἴκοι: (οἶκος), επίρρ., στο σπίτι, μέσα στο σπίτι, Λατ. domi, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· τὰ οἴκοι, οικογενειακές, οικιακές υποθέσεις, σε Ξεν., Πλάτ.· ομοίως, ἡ οἴκοι δίαιτα, σε Σοφ.· ἡ οἴκοι (ενν. πόλις), η ιδιαίτερη πατρίδα κάποιου, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

οἴκοι: adv. [арх. locat. к οἶκος
1) дома: οὔ νυ καὶ ὑμῖν οἴ. ἔνεστι γόος; Hom. разве у вас (самих) нет горя?;
2) на родине, в (своем) отечестве: ἡ οἴ. (sc. πόλις) Soph. родной город; τὰ οἴ. Plat., Xen.; внутренние дела, собственные (личные) обстоятельства, частные интересы.

Middle Liddell

οἶκος
at home, in the house, Lat. domi, Il., Hes., etc.; τὰ οἴκοι one's domestic affairs, Xen., Plat.; so, ἡ οἴκοι δίαιτα Soph.; ἡ οἴκοι (sc. πόλισ) one's own country, Soph.