ἀνταναμένω: Difference between revisions
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀνταναμένω:''' ожидать со своей стороны: οὐκ ἀνταναμείναντες [[σαφῶς]] [[εἰδέναι]] Thuc. не дожидаясь, пока убедимся воочию. | |elrutext='''ἀνταναμένω:''' ожидать со своей стороны: οὐκ ἀνταναμείναντες [[σαφῶς]] [[εἰδέναι]] Thuc. не дожидаясь, пока убедимся воочию. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />to [[wait]] [[instead]] of [[taking]] [[active]] measures, Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 9 January 2019
English (LSJ)
A wait instead of taking active measures, c. inf., Th.3.12.
German (Pape)
[Seite 244] dagegen erwarten, Thuc. 3, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταναμένω: ἀναμένω ἀντὶ νὰ λάβω δραστήρια μέτρα, μετ’ ἀπαρ., Θουκ. 3. 12.
French (Bailly abrégé)
part. ao. ἀνταναμείνας;
attendre de son côté.
Étymologie: ἀντί, ἀναμένω.
Spanish (DGE)
esperar, aguardar a su vez αὐτοὶ οὐκ ἀνταναμείναντες σαφῶς εἰδέναι εἰ ... Th.3.12.
Greek Monolingual
ἀνταναμένω (Α)
περιμένω να δω πώς θα εξελιχθεί μια κατάσταση χωρίς να παίρνω εν τω μεταξύ τα μέτρα μου.
Greek Monotonic
ἀνταναμένω: μέλ. -μενῶ, αναμένω αντί να δραστηριοποιηθώ, αντί να λάβω δραστικά μέτρα αντιμετώπισης, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνταναμένω: ожидать со своей стороны: οὐκ ἀνταναμείναντες σαφῶς εἰδέναι Thuc. не дожидаясь, пока убедимся воочию.