δυσλόγιστος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δυσλόγιστος:'''<br /><b class="num">1)</b> досл. бессмысленный, перен. безрассудно действующий ([[χείρ]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> неисчислимый, неопределимый ([[αἰτία]] Plut.). | |elrutext='''δυσλόγιστος:'''<br /><b class="num">1)</b> досл. бессмысленный, перен. безрассудно действующий ([[χείρ]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> неисчислимый, неопределимый ([[αἰτία]] Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]λόγιστος, ον [[λογίζομαι]]<br />ill-calculating, Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:15, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A hard to compute, Anaximen. ap. Stob.2.8.17, Plu.2.981e, Gal.18(2).631, D.C.73.15. II Act., ill-calculating, misguided, χείρ S.Aj.40.
German (Pape)
[Seite 683] eigtl. schwer zu berechnen, unbegreiflich, Soph. Ai. 40 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσλόγιστος: -ον, δυσκολολογάριαστος, Ἀναξίμ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 2. σ. 236, Γαλην. ΙΙ. ἐνεργ., κακῶς ὑπολογίζων, ἀλόγιστος, χεὶρ Σοφ. Αἴ. 40.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui calcule ou qui raisonne mal, déraisonnable;
2 difficile à calculer.
Étymologie: δυσ-, λογίζομαι.
Spanish (DGE)
-ον
1 insensato χείρ S.Ai.40.
2 difícil de razonar, para lo que no hay explicación lógica, de donde tb. incomprensible τὸ γὰρ δ. τοῦ βίου ... τύχην προσαγορεύειν εἰώθαμεν Anaximen.31, διὰ τίνα μέντοι τὴν αἰτίαν τοῦτο γίνεται, δ. εἶναί φησιν Chrysipp.Stoic.3.118, cf. Plu.2.981e, βιβλία Ἱπποκράτους Gal.18(2).631, op. ἁπλοῦς D.C.73.15.1.
Greek Monolingual
δυσλόγιστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα υπολογίζεται ή εξακριβώνεται
2. δυσνόητος
3. ενεργ. κακός στους υπολογισμούς του.
Greek Monotonic
δυσλόγιστος: -ον (λογίζομαι), μη υπολογισμένος σωστά, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
δυσλόγιστος:
1) досл. бессмысленный, перен. безрассудно действующий (χείρ Soph.);
2) неисчислимый, неопределимый (αἰτία Plut.).
Middle Liddell
δυσ-λόγιστος, ον λογίζομαι
ill-calculating, Soph.