εὐπαρακολούθητος: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐπαρᾰκολούθητος:''' легко прослеживаемый, простой для понимания (ἡ [[διήγησις]] Polyb.): τοῦ εὐπαιακολουθήτου [[ἕνεκεν]] Arst. для легкости понимания.
|elrutext='''εὐπαρᾰκολούθητος:''' легко прослеживаемый, простой для понимания (ἡ [[διήγησις]] Polyb.): τοῦ εὐπαιακολουθήτου [[ἕνεκεν]] Arst. для легкости понимания.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-παρᾰκολούθητος, ον [[παρακολουθέω]]<br />[[easy]] to [[follow]], of an [[argument]], Arist.
}}
}}

Revision as of 22:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπαρᾰκολούθητος Medium diacritics: εὐπαρακολούθητος Low diacritics: ευπαρακολούθητος Capitals: ΕΥΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΤΟΣ
Transliteration A: euparakoloúthētos Transliteration B: euparakolouthētos Transliteration C: efparakoloythitos Beta Code: eu)parakolou/qhtos

English (LSJ)

ον,

   A easy to follow, of a narrative, argument, etc., Plb.4.28.6, Hero Bel.73.12, D.H.Pomp.6.2; τοῦ εὐ. ἕνεκα Arist. EN1108a19. Adv. -τως D.H.Th.37.    II Act., quick to follow, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1086] dem man leicht folgen kann, verständlich; τὸ εὐπ., neben σαφήνεια, Arist. Eth. 2, 7; εὐπ. καὶ σαφές D. Hal. censur. vett. scriptt. 3, 3, öfter, auch adv. so, οὐκ εὐπαρακολουθήτως ἡρμηνευμένον Iud. Thuc. 37.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπαρᾰκολούθητος: -ον, ὃν εὐκόλως παρακολουθεῖ τις, ἐπὶ διηγήσεως, ἐπιχειρήματος λογικοῦ, κτλ. Πολύβ. 4. 28, 6, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6· τοῦ εὐπαρακολουθήτου ἕνεκα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 11. - Ἐπίρρ. - τως, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 37. ΙΙ. εὐκόλως ἀκολουθῶν, «εὐπαρακολούθητοι· ὀξεῖς εἰς τὰ πράγματα καὶ οὐ νωχελεῖς» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l’on peut suivre facilement, facile à comprendre.
Étymologie: εὖ, παρακολουθέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐπαρακολούθητος, -ον)
(για κείμενα ή εκθέσεις γεγονότων, ιδεών κ.λπ.) αυτός που παρακολουθείται εύκολα, ο ευνόητος
αρχ.
1. αυτός που παρακολουθεί εύκολα
2. (κατά τον Ησύχ.) «εὐπαρακολούθητοι
ὀξεῑς εἰς τὰ πράγματα καὶ οὐ νωχελεῑς».
επίρρ...
εὐπαρακολουθήτως (Α)
με τρόπο ευπαρακολούθητο, ευνόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ-ακολουθώ (πρβλ. δυσ-παρ-ακολούθητος)].

Greek Monotonic

εὐπαρᾰκολούθητος: -ον (παρακολουθέω), αυτός που εύκολα μπορεί κάποιος να τον παρακολουθήσει, λέγεται για επιχείρημα, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

εὐπαρᾰκολούθητος: легко прослеживаемый, простой для понимания (ἡ διήγησις Polyb.): τοῦ εὐπαιακολουθήτου ἕνεκεν Arst. для легкости понимания.

Middle Liddell

εὐ-παρᾰκολούθητος, ον παρακολουθέω
easy to follow, of an argument, Arist.