ἰσοτέλεια: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἰσοτέλεια:''' ἡ податное равенство (иностранцев с местным населением) Xen. | |elrutext='''ἰσοτέλεια:''' ἡ податное равенство (иностранцев с местным населением) Xen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἰσοτέλεια]], ἡ,<br />the [[condition]] of an [[ἰσοτελής]], [[equality]] in tax and [[tribute]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:35, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A condition of an ἰσοτελής, equality in tax and tribute, X.HG2.4.25, Vect.4.12, IG22.109b20, 276.13, al., GDI3077 (Mesembria), Ph.1.160, etc.: freq. in Boeot. Inscrr., ϝισοτέλια IG7.505, al. (Tanagra).
German (Pape)
[Seite 1267] ἡ, Stand und Rechte eines ἰσοτελής, Gleichheit der Abgaben u. Staatslasten eines Fremden mit dem eigentlichen Bürger, Xen. Hell. 2, 4, 25; παρέχει ἡ πόλις ἐπὶ ἰσοτελείᾳ καὶ τῶν ξένων τῷ βουλομένῳ ἐργάζεσθαι ἐν τοῖς μετάλλοις Vect. 4, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοτέλεια: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ἰσοτελής, ἰσότης φόρων καὶ δασμῶν, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 25, Πόροι 4. 12, Συλλ. 2053b, c· φέρεται ϝισοτελία ἐν Βοιωτ. Ἐπιγρ., ἴδε ἴσος ἐν τέλει, ἰσοτελὴς ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
état politique de l’ ἰσοτελής.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἰσοτέλεια) ισοτελής
1. το να καταβάλλει κάποιος στο δημόσιο τις ίδιες εισφορές που καταβάλλουν οι άλλοι
2. η ιδιότητα του ισοτελούς μετοίκου.
Greek Monotonic
ἰσοτέλεια: ἡ, κατάσταση του «ἰσοτελοῦς», ισότητα φόρων και δασμών, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἰσοτέλεια: ἡ податное равенство (иностранцев с местным населением) Xen.
Middle Liddell
ἰσοτέλεια, ἡ,
the condition of an ἰσοτελής, equality in tax and tribute, Xen.