καρτερόθυμος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καρτερόθυμος -ον [καρτερός, θυμός] dapper, volhardend; uitbr. krachtig:. ἄνεμοι κ. krachige winden Hes. Th. 378.
|elnltext=καρτερόθυμος -ον [καρτερός, θυμός] dapper, volhardend; uitbr. krachtig:. ἄνεμοι κ. krachige winden Hes. Th. 378.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=καρτερό-θῡμος, ον<br />[[stout]]-hearted, Hom., Hes.: [[generally]], [[strong]], [[mighty]], ἄνεμοι Hes.
}}
}}

Revision as of 00:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρτερόθῡμος Medium diacritics: καρτερόθυμος Low diacritics: καρτερόθυμος Capitals: ΚΑΡΤΕΡΟΘΥΜΟΣ
Transliteration A: karteróthymos Transliteration B: karterothymos Transliteration C: karterothymos Beta Code: kartero/qumos

English (LSJ)

ον,

   A stronghearted, of heroes, Od.21.25, Il.13.350; Μυσοί 14.512; [Ζεύς], Ἔρις, Hes.Th.476, 225: generally, strong, mighty, ἄνεμοι ib.378.

German (Pape)

[Seite 1330] starkmuthig, starkes, standhaftes Sinnes; Herakles Od. 21, 25; Diomedes Il. 5, 277; Achilleus 13, 350; die Myser 14, 512; Eris Hes. Th. 225, die hartnäckige; übh. stark, gewaltig, ἄνεμοι ib. 378. 476.

Greek (Liddell-Scott)

καρτερόθῡμος: -ον, ἔχων κρατερὰν καρδίαν, καρτερόψυχος, ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Ἀχιλλέως, Τυδέως, Ὀδ. Φ. 25, Ἰλ. Ν. 350· ἐπὶ τῶν Μυσῶν, Ξ. 512· ἐπὶ τοῦ Διός, Ἡσ. Θ. 476· ἐπὶ τῆς Ἔριδος, αὐτόθι 225· καθόλου, σφοδρός, ἰσχυρός, ἄνεμοι αὐτόθι 378.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l’âme ferme, courageux.
Étymologie: καρτερός, θυμός.

Greek Monolingual

καρτερόθυμος, -ον (Α)
1. γενναιόψυχος («Μυσῶν... καρτεροθύμων», Ομ. Ιλ.)
2. ισχυρός, σφοδρός («ἀνέμους... καρτεροθύμους», Ησίοδ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + -θυμος (< θυμός «ψυχή, πνεύμα»), πρβλ. αγλαό-θυμος, οξύ-θυμος].

Greek Monotonic

καρτερόθῡμος: -ον, γενναιόψυχος, σε Όμηρ., Ησίοδ.· γενικά, δυνατός, ισχυρός, ἄνεμοι, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

καρτερόθῡμος:
1) непоколебимый духом, непреклонный, неустрашимый (Διομήδης, Μυσοί Hom.);
2) упорный, упрямый, беспощадный (Ἔρις Hes.);
3) сильный, мощный (ἄνεμοι Hes.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρτερόθυμος -ον [καρτερός, θυμός] dapper, volhardend; uitbr. krachtig:. ἄνεμοι κ. krachige winden Hes. Th. 378.

Middle Liddell

καρτερό-θῡμος, ον
stout-hearted, Hom., Hes.: generally, strong, mighty, ἄνεμοι Hes.