τρόπις: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
(nl)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τρόπις -εως en Ion. -ιος, ἡ [τρέπω] kielbalk; overdr.: λέγε νυν... τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος vertel me nu eens de kern van de zaak Aristoph. Ve. 30.
|elnltext=τρόπις -εως en Ion. -ιος, ἡ [τρέπω] kielbalk; overdr.: λέγε νυν... τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος vertel me nu eens de kern van de zaak Aristoph. Ve. 30.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τρόπις]], ιος, ἡ, [[τρέπω]]<br />a [[ship]]'s [[keel]], Od., Hdt.; τρόπεις [[θέσθαι]] to lay the [[keel]], Plut.; and metaph., λέγε τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος Ar.
}}
}}

Revision as of 02:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρόπις Medium diacritics: τρόπις Low diacritics: τρόπις Capitals: ΤΡΟΠΙΣ
Transliteration A: trópis Transliteration B: tropis Transliteration C: tropis Beta Code: tro/pis

English (LSJ)

ἡ, gen.

   A τρόπεως Placit.2.4.15, Hdn.Epim.135; Ion. gen. τρόπιος Od. 19.278, Hdt.2.96; τρόπιδος EM811.21; dat. τρόπιδι A.R. 1.388; acc. τρόπιν Hippon.50, Orph.A.271: pl. τρόπεις, dat. τρόπισι D.C.48.38: (τρέπω):—ship's keel, Od.5.130, 12.421, Hdt. l. c.; τ. νεός Od.7.252, 19.278; πλοίου τ. Arist.Metaph.1013a5; and poet. ship, S.Fr.143; τρόπεις θέσθαι lay down keels for building ships, Plu.Demetr.43; cf. τροπιδεῖον: metaph., λέγε νυν τὴν τ. τοῦ πράγματος Ar.V.30.

German (Pape)

[Seite 1152] ἡ, ep. gen. τρόπιος, später τρόπιδος, auch τρόπεως, der Schiffskiel; Od. 12, 421 u. öfter; auch τρόπις νεός, 7, 252. 19, 278; Her. 2, 96; Eur. Hel. 418; sp. D., wie Bass. 5 u. Antiphil. 1 (IX, 289. 415); Ap. Rh. 4, 1244; – das Schiff selbst, Soph. frg. 151; – τρόπεις θέσθαι, den Kiel legen, ein Schiff zu bauen anfangen, Plut. Demetr. 43; – übh. Grundlage, Anfang, λέγε νῦν ἀνύσας τι τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος, Ar. Vesp. 30. – Vgl. τροπιδεῖον.

Greek (Liddell-Scott)

τρόπις: ἡ, γεν. τρόπεως μόνον παρὰ τοῖς γραμμ.· Ἰων. γεν. τρόπιος Ὅμηρ., Ἡρόδ.· δοτ. τρόπιδι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 388· αἰτ. τρόπιν Ὀρφ. Ἀργ. 273· πληθ. τρόπεις· (τρέπω)· - ἡ «καρῖνα» πλοίου, «τρόπεις... τὰ ξύλα τὰ διήκοντα ἀπὸ πρῴρας εἰς πρύμναν, ἐξ ὧν οἱ γόμφοι καὶ τὰ ἄλλα ἤρτηνται» Α. Β. 307, 9· τὸν μὲν ἐγὼν ἐσάωσα περὶ τρόπιος βεβαῶτα Ὀδ. Ε. 150, Μ. 421, κλπ.· αὐτὰρ ἐγὼ τρόπιν ἀγκὰς ἑλὼν νέος ἀμφιελίσσης ἐννῆμαρ φερόμην Ὀδ. Η. 252, Τ. 278, Ἡρόδ. 2. 96· καὶ ποιητ., ὡς παρὰ Λατ. carina, = ναῦς, πλοῖον, Σοφ. Ἀποσπ. 151· τρόπεις θέσθαι Πλουτ. Δημήτρ. 43, πρβλ. τροπιδεῖον· - μεταφορ., λέγε νῦν τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος, δηλ. τὴν ἀρχήν, Ἀριστοφ. Σφ. 30.

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
gén. τρόπεως (ion. τρόπιος) ou τρόπιδος
1 quille ou carène d’un navire;
2 p. ext. fondement, principe, commencement.
Étymologie: τρέπω.

English (Autenrieth)

ιος: keel. (Od.) (See cut under δρύοχος.)

Greek Monolingual

-ιδος, η, ΝΑ, γεν. και τ. -εως και ιων. τ. -ιος, Α
βλ. τρόπιδα.

Greek Monotonic

τρόπις: ἡ, τρόπιος, αιτ. τρόπιν (τρέπω), καρίνα πλοίου, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· τρόπεις θέσθαι, βάζω την καρίνα, σε Πλούτ.· και μεταφ., λέγετὴν τρόπιν τοῦ πράγματος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τρόπις: εως, ион. ιος ἡ
1) киль (νεός Hom., Her.; πλοίου Arst.): τρόπεις θέσθαι Plut. заложить киль, т. е. приступить к постройке судна;
2) основа, суть (τοῦ πράγματος Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρόπις -εως en Ion. -ιος, ἡ [τρέπω] kielbalk; overdr.: λέγε νυν... τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος vertel me nu eens de kern van de zaak Aristoph. Ve. 30.

Middle Liddell

τρόπις, ιος, ἡ, τρέπω
a ship's keel, Od., Hdt.; τρόπεις θέσθαι to lay the keel, Plut.; and metaph., λέγε τὴν τρόπιν τοῦ πράγματος Ar.