ὑομουσία: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑομουσία:''' ἡ ирон. свиной (художественный) вкус Arph. | |elrutext='''ὑομουσία:''' ἡ ирон. свиной (художественный) вкус Arph. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑο-μουσία, ἡ,<br />[[swine]]'s [[music]], [[swinish]] [[taste]] in [[music]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:04, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], ἡ,
A swine's music, swinish taste in music, Ar.Eq.986(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1179] ἡ, Saumusik oder Saugesang, Ar. Equ. 981.
Greek (Liddell-Scott)
ὑομουσία: ἡ, χοιρομουσική, χοιρίνη πρὸς μουσικὴν διάθεσις, «χοιρῳδία, ἀπαιδευσία» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 986.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
éducation de porc.
Étymologie: ὗς, μοῦσα.
Greek Monolingual
ἡ, Α
απαιδευσία στα σχετικά με τη μουσική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + -μουσία (< -μουσος < μοῦσα), πρβλ. φιλο-μουσία].
Greek Monotonic
ὑομουσία: [ῠ], ἡ, χοιρομουσική, πρόστυχο γούστο στη μουσική, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὑομουσία: ἡ ирон. свиной (художественный) вкус Arph.