ὑστέρημα: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus

Source
(4b)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑστέρημα:''' ατος τό недостаток, скудость, нужда NT.
|elrutext='''ὑστέρημα:''' ατος τό недостаток, скудость, нужда NT.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑστέρημα]], ατος, τό,<br />[[deficiency]], [[need]], [[want]], NTest.
}}
}}

Revision as of 02:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑστέρημα Medium diacritics: ὑστέρημα Low diacritics: υστέρημα Capitals: ΥΣΤΕΡΗΜΑ
Transliteration A: hystérēma Transliteration B: hysterēma Transliteration C: ysterima Beta Code: u(ste/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A shortcoming, deficiency, need, LXX Ps.33(34).10, Ev.Luc.21.4, Corp.Herm. 13.1, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑστέρημα: τὸ, ἔλλειψις, ἀνάγκη, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΛΓ΄, 10), Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 4, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
manque, pénurie, indigence.
Étymologie: ὑστερέω.

English (Strong)

from ὑστερέω; a deficit; specially, poverty: that which is behind, (that which was) lack(-ing), penury, want.

English (Thayer)

ὑστερήματος, τό (ὑστερέω);
a. deficiency, that which is lacking: plural with a genitive of the thing whose deficiency is to be filled up, ἀνταναπληρόω, and θλῖψις under the end); τό ὑστέρημα with a genitive (or its equivalent) of the person, the absence of one, ὑμέτερον being taken objectively (Winer s Grammar, § 22,7; Buttmann, § 132,8); others take ὑμέτερον subjectively and render that which was lacking on your part); τό ὑμῶν ὑστέρημα τῆς πρός με λειτουργίας, your absence, owing to which something was lacking in the service conferred on me (by you), poverty, want, destitution: Judges 18:10, etc.; ecclesiastical writings).

Greek Monolingual

το / ὑστέρημα, -ήματος, ΝΜΑ ὑστερῶ
1. έλλειψη, έλλειμμα
2. φρ. «από το ὑστέρημά μου» και «ἐκ τοῡ ὑστερήματος» — από εκείνο που μόλις μού φτάνει, που μόλις επαρκεί για την συντήρησἠ μου
αρχ.
ένδεια, ανάγκη («φοβήθητε τὸν κύριον πάντες οἱ ἄγιοι αὐτοῡ, ὅτι οὐκ ἔστιν ὑστέρημα τοῑς φοβουμένοις αὐτόν», ΠΔ).

Greek Monotonic

ὑστέρημα: -ατος, τό, έλλειμμα, ανάγκη, έλλειψη, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ὑστέρημα: ατος τό недостаток, скудость, нужда NT.

Middle Liddell

ὑστέρημα, ατος, τό,
deficiency, need, want, NTest.