κατοικτείρω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατοικτείρω zie κατοικτίρω.
|elnltext=κατοικτείρω zie κατοικτίρω.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ερῶ<br /><b class="num">I.</b> to [[have]] [[mercy]] or [[compassion]] on, τινά Hdt., Soph., Eur., etc.<br /><b class="num">II.</b> intr. to [[feel]] or [[shew]] [[compassion]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 02:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικτείρω Medium diacritics: κατοικτείρω Low diacritics: κατοικτείρω Capitals: ΚΑΤΟΙΚΤΕΙΡΩ
Transliteration A: katoikteírō Transliteration B: katoikteirō Transliteration C: katoikteiro Beta Code: katoiktei/rw

English (LSJ)

or κατοικτ-ίρω, irreg. aor. -οικτείρησα LXX4 Ma.8.20, 12.2: —

   A have mercy or compassion on, τινα Hdt.1.45, 4.167, al., S.OT13, E. Heracl.445, IG9(2).255 (Pharsalus); τὸ τῆς μητρὸς γῆρας LXX4 Ma. 8.20.    II intr., feel, show compassion, κατοικτείραντα ἐρωτᾶν ask in compassion, Arist.Rh.1393b28; -οικτῖραι ὡς βραχὺς εἴη ὁ βίος feel compassion at the thought that... Hdt.7.46.

German (Pape)

[Seite 1403] vemitleiden; τοιάνδε ἕδραν Soph. O. R. 13; Eur. Heracl. 446; sp. D., wie Agath. 14 (V, 218); in Prosa, Her. 1, 45. 4, 167 Xen. Cyr. 7, 3, 13; absolut, Mitleid empfinden oder bezeugen, Her. 7, 46.

Greek (Liddell-Scott)

κατοικτείρω: (-τίρ-) αἰσθάνομαι μέγαν οἶκτον, ἔλεον ἢ συμπάθειαν μετὰ λύπης πρός τινα, τινὰ Ἡρόδ. 1. 45., 4. 167, κ. ἀλλ., Σοφ. Ο. Τ. 13, Εὐρ. 445, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., αἰσθάνομαι ἢ δεικνύω συμπάθειαν, Ἡρόδ. 7. 46· κατοικτείραντα ἐρωτᾶν, νὰ ἐρωτήσῃ μετὰ συμπαθείας, Ἀριστ. Ρητ. 2. 20, 6.

French (Bailly abrégé)

v. κατοικτίρω.

Greek Monolingual

κατοικτείρω και κατοικτίρω (ΑΜ)
1. αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι κάποιον («Κροῑσος δὲ τούτων ἀκούσας τον τε Ἄδρηστον κατοικτείρει», Ηρόδ.)
2. δείχνω συμπάθεια, συμπαθώ («κατοικτείραντα ἐρωτᾶν» — να ρωτήσει με συμπάθεια, Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οἰκτείρω «ευσπλαγχνίζομαι, λυπάμαι»].

Greek Monotonic

κατοικτείρω: ή —ίρω, μέλ. -ερῶ,
I. τρέφω συμπόνοια ή έλεος για, τινά, σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
II. αμτβ., αισθάνομαι ή δείχνω συμπόνοια, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κατοικτείρω: иметь сострадание, жалеть (τινά Her., Eur., Xen. etc.): κ. ἕδραν τινά Soph. быть тронутым каким-л. зрелищем; ἐσῆλθέ με κατοικτεῖραι Her. меня охватило чувство жалости.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατοικτείρω zie κατοικτίρω.

Middle Liddell

fut. ερῶ
I. to have mercy or compassion on, τινά Hdt., Soph., Eur., etc.
II. intr. to feel or shew compassion, Hdt.