κηριτρεφής: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κηριτρεφής -ές [κήρ, τρέφω] geboren voor het ongeluk. | |elnltext=κηριτρεφής -ές [κήρ, τρέφω] geboren voor het ongeluk. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κηρι-τρεφής, ές [[τρέφω]]<br />[[born]] to [[misery]], Hes. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:55, 10 January 2019
English (LSJ)
ές, τρέφω)
A born to misery, ἄνθρωποι Hes.Op.418, cf. Orac. ap. Sch.E.Ph.638.
German (Pape)
[Seite 1433] ές, zum Tode, zum Unglück aufgezogen, sterblich; ἄνθρωποι Hes. O. 420; Orak. bei Schol. Eur. Phoen. 638; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κηριτρεφής: -ές, (τρέφω) συντεθραμμένος ἀθλιότητι, κηριτρεφέων «συντεθραμμένων μοίρᾳ καὶ θανάτῳ» (Σχόλ. Τζέτζ.)· ἄνθρωποι Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 416, Χρησμ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 638. 2) ἐπιφέρων θάνατον, θανατηφόρος, Συνέσ. 329C.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 né pour le malheur, infortuné;
2 qui cause la mort.
Étymologie: κήρ, τρέφω.
Greek Monolingual
κηριτρεφής, -ές (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε και ανατράφηκε σε αθλιότητα («ὑπὲρ κεφαλῆς κηριτρεφέων ἀνθρώπων», Ησίοδ.)
2. αυτός που φθείρει την υγεία, αυτός που θανατώνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρι- (< κήρ [Ι]) + -τρεφής (τρέφος < τρέφω), πρβλ. ανεμο-τρεφής, υδατο-τρεφής].
Greek Monotonic
κηριτρεφής: -ές (τρέφω), αυτός που έχει συνθραφεί με την αθλιότητα, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
κηριτρεφής: рожденный на погибель, обреченный на смерть (ἄνθρωποι Hes.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηριτρεφής -ές [κήρ, τρέφω] geboren voor het ongeluk.