πελιός: Difference between revisions
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
(nl) |
(1ba) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πελιός -ά -όν [~ πολιός] (donker) verkleurd, loodkleurig, 'bont en blauw'. | |elnltext=πελιός -ά -όν [~ πολιός] (donker) verkleurd, loodkleurig, 'bont en blauw'. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πελιός]], ή, όν [[πελός]]<br />[[livid]], Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:30, 10 January 2019
English (LSJ)
ά, όν, (cf. πελλός) prop. of parts of the body,
A discoloured by extravasated blood, black and blue, livid, interpol. in Hp. Prog.2, D.47.59, Nic. Th. 279 ; π. νοῦσος Hp.Morb. 2.68 : generally, dark, dull, χρῶμα Thphr. HP 3.17.5. II πελιὸς ὁ πολιός Hdn. Gr.1.123. III πελίους, πελίας, v. πελείους.
German (Pape)
[Seite 551] schwärzlich, schwarzblau, bes. von der Farbe einer mit Blut unterlaufenen Stelle, VLL. (bei Phot. wie Moeris πέλιος). Vgl. Dem. 47, 59, ἀμυχὰς δ' ἐν τῷ τραχήλῳ εἶχεν ἀγχομένη, πελιὸν δὲ τὸ οτῆθος; von Moeris für hellenistisch erkl. Vgl. πολιός.
Greek (Liddell-Scott)
πελιός: -ά, -όν, (πελός, πελλός), κυρίως ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος προσλαβόντων χρῶμα μελανίζον ἕνεκα συσσωρεύσεως αἵματος ἐκ διαρραγέντων αἱματικῶν ἀγγείων, ὑπομέλας, μελανοκίτρινος, βλέφαρον πελιὸν Ἱππ. Προγν. 37. 29, πελιὸν δὲ τὸ στῆθος Δημ. 1157. 6· καθόλου, μέλας, μαῦρος Νικ. Θ. 279. (Κατὰ τὸν τονισμὸν ὁμοιάζει πρὸς τὸ πολιός, Ἀρκάδ. 41). ― Κατὰ Φώτ.: «πελιοί: μέλανες· ὠχροί», πρβλ. Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 livide, plombé;
2 en gén. sombre.
Étymologie: πελός.
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
1. πελιδνός, μαυροκίτρινος
2. μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πελιδνός.
Greek Monotonic
πελιός: -ά, -όν (πελός), μαυροκίτρινος, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
πελιός: посиневший (от кровоподтеков), синий (τὸ στῆθος Dem.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πελιός -ά -όν [~ πολιός] (donker) verkleurd, loodkleurig, 'bont en blauw'.