ἑταιρεῖος: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(1ab) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἑταιρεῖος:''' <b class="num">1)</b> относящийся к другу: [[φόνος]] ἑ. Anth. убийство друга;<br /><b class="num">2)</b> покровительствующий дружбе ([[Ζεύς]] Her.; [[θεός]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> влюбленный, любовный ([[φιλότης]] HH);<br /><b class="num">4)</b> надеваемый гетерами, гетерин ([[στόλος]] Anth.). | |elrutext='''ἑταιρεῖος:'''<br /><b class="num">1)</b> относящийся к другу: [[φόνος]] ἑ. Anth. убийство друга;<br /><b class="num">2)</b> покровительствующий дружбе ([[Ζεύς]] Her.; [[θεός]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> влюбленный, любовный ([[φιλότης]] HH);<br /><b class="num">4)</b> надеваемый гетерами, гетерин ([[στόλος]] Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />of or belonging to companions, [[Ζεὺς]] ἑτ. presiding [[over]] fellowship, Hdt.; [[φόνος]] ἑτ. the [[murder]] of a [[comrade]], Anth. | |mdlsjtxt=<br />of or belonging to companions, [[Ζεὺς]] ἑτ. presiding [[over]] fellowship, Hdt.; [[φόνος]] ἑτ. the [[murder]] of a [[comrade]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:35, 10 January 2019
English (LSJ)
α, ον, Ion. ἑταιρ-ήϊος, η, ον, (ἑταίρειος Hdn.Gr.1.137):—
A of or belonging to companions : Ζεὺς ἑ. presiding over fellowship, Hdt.1.44, Diph.20, D.Chr. 1.39, etc.; so, of God, Ph.2.452 ; φόνος ἑ. the murder of a comrade, AP9.519 (Alc. Mess.). II amorous, ἑ. φιλότης h.Merc.58 ; στόλος AP9.415 (Antiphil.). III ἑταιρεῖον, τό, house of a ἑταίρα, Sch. Ar.Eq.873.
German (Pape)
[Seite 1046] ion. ἑταιρήϊος, den Genossen, Freund betreffend, Ζεύς, der Vorsteher u. Beschützer aller Verbindungen u. Genossenschaften, Her. 1, 44; Diphil. Ath. X, 446 d XIII, 572 d u. A.; – φόνος, des Freundes, Alc. Mess. 4 (IX, 519); – φιλότης, buhlerisch, H. h. Merc. 58; στόλος, einer Hetäre, Antiphil. 1 (IX, 415).
Greek (Liddell-Scott)
ἑταιρεῖος: -α, -ον, Ἰων. -ήϊος, η, ον, ἀνήκων εἰς ἑταίρους, Ζεὺς ἑτ., προστάτης τῆς φιλίας, Ἡρόδ. 1. 44, Δίφιλος ἐν «Βαλανείῳ» 1· φόνος ἑτ., ὁ φόνος συντρόφου, Ἀνθ. Π. 9. 519. ΙΙ. ἐρωτικός, πλήρης ἀγάπης, ἑτ. φιλότης Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 58, πρβλ. ἈΝθ. Π. 9. 415.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui préside aux amitiés, aux réunions d’amis (Zeus).
Étymologie: ἑταῖρος.
Greek Monolingual
ἑταιρεῑος, -α, -ον, ιων. τ. ἑταιρήϊος, -η, -ον (Α) εταίρος
1. αυτός που ανήκει στους φίλους, στους συντρόφους («ἑταιρεῑος φόνος» — ο φόνος εταίρου, συντρόφου)
2. ερωτικός, γεμάτος αγάπη
3. φρ. «Ζεὺς ἑταιρεῑος» — ο Ζευς ως προστάτης της φιλίας
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑταιρεῑον
το σπίτι της εταίρας.
Greek Monotonic
ἑταιρεῖος: -α, -ον, Ιων. -ήϊος, -η, -ον, αυτός που ανήκει σε εταίρους, εταιρικός, συντροφικός· Ζεὺς ἑτ., προστάτης της φιλίας, σε Ηρόδ.· φόνος ἑτ., φόνος συντρόφου, φίλου, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἑταιρεῖος:
1) относящийся к другу: φόνος ἑ. Anth. убийство друга;
2) покровительствующий дружбе (Ζεύς Her.; θεός Arst.);
3) влюбленный, любовный (φιλότης HH);
4) надеваемый гетерами, гетерин (στόλος Anth.).
Middle Liddell
of or belonging to companions, Ζεὺς ἑτ. presiding over fellowship, Hdt.; φόνος ἑτ. the murder of a comrade, Anth.