μαρμάρεος: Difference between revisions
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(1ba) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μαρμάρεος]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, [[μαρμάρειος]], -α, -ον (Α)<br />[[ιδίως]] για μέταλλα) αυτός που λάμπει, που ακτινοβολεί, ο [[στιλπνός]], ο [[αστραφτερός]] («αἰγίδα θυσανόεσσαν μαρμαρέην», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαρμαίρω]] «[[λάμπω]], [[αστράφτω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αργύρ</i>-<i>εος πορφύρ</i>-<i>εος</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />[[μαρμάρεος]], αιολ. τ. [[μαρμάριος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κατασκευαστεί από [[μάρμαρο]], ο [[μαρμάρινος]] («μαρμαρέα [[στήλη]]», Επιγρ.)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[μαρμάρεος]] και, [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>, [[μαρμάρειος]], -α, -ον (Α)<br />[[ιδίως]] για μέταλλα) αυτός που λάμπει, που ακτινοβολεί, ο [[στιλπνός]], ο [[αστραφτερός]] («αἰγίδα θυσανόεσσαν μαρμαρέην», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαρμαίρω]] «[[λάμπω]], [[αστράφτω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αργύρ</i>-<i>εος πορφύρ</i>-<i>εος</i>)].<br /> <b>(II)</b><br />[[μαρμάρεος]], αιολ. τ. [[μαρμάριος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κατασκευαστεί από [[μάρμαρο]], ο [[μαρμάρινος]] («μαρμαρέα [[στήλη]]», Επιγρ.)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[μαρμάριος]] [[μαρμαράριος]].<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ο Μαρμάριος</i><br />[[προσωνυμία]] του Απόλλωνος στη Δήλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάρμαρος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αργύρ</i>-<i>εος</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:15, 14 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A flashing, gleaming, esp. of metals, αἰγίς, ἄντυξ, Il.17.594, 18.480; πύλαι Hes.Th.811; ἅλα μαρμαρέην the twinkling sea, Il.14.273; αὐγαὶ μ. Ar.Nu.287 (lyr.); ἄστρα Orph.Fr.168.13. II of marble, λίθος IG7.2544 (Thebes); στήλη ib.14.1603; δόμος AP6.123 (Anyt.), cf. PRyl.227.16 (iii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
μαρμάρεος: [μᾰ], -α, -ον, (μαρμαίρω) ἀπαστράπτων, λάμπων, σπινθηροβολῶν, ἀκτινοβολῶν, ἰδίως ἐπὶ μετάλλων, αἰγίς, ἄντυξ Ἰλ. Ρ. 594., Σ. 480· πύλαι Ἡσ. Θ. 811· ὡσαύτως ἃλς μαρμαρέη, ἡ σπινθηροβολοῦσα θάλασσα, Ἰλ. Ξ. 273· αὐγαὶ μ. Ἀριστοφ. Νεφ. 287· ἄστρα Ὀρφ. Ἀποσπ. 6. 23. ΙΙ. ἐκ μαρμάρου, μαρμάρινος, λίθος Ἑλλ. Ἐπιγρ. 502. 1· στήλη αὐτόθι 625· δόμος Ἀνθ. Π. 6. 123.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
brillant, rayonnant, resplendissant.
Étymologie: μαρμαίρω.
English (Autenrieth)
flashing, glittering. (Il.)
Greek Monolingual
(I)
μαρμάρεος και, κατά τον Ησύχ., μαρμάρειος, -α, -ον (Α)
ιδίως για μέταλλα) αυτός που λάμπει, που ακτινοβολεί, ο στιλπνός, ο αστραφτερός («αἰγίδα θυσανόεσσαν μαρμαρέην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαρμαίρω «λάμπω, αστράφτω» + κατάλ. -εος (πρβλ. αργύρ-εος πορφύρ-εος)].
(II)
μαρμάρεος, αιολ. τ. μαρμάριος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από μάρμαρο, ο μαρμάρινος («μαρμαρέα στήλη», Επιγρ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μαρμάριος μαρμαράριος.
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Μαρμάριος
προσωνυμία του Απόλλωνος στη Δήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος (πρβλ. αργύρ-εος)].
Greek Monotonic
μαρμάρεος: [μᾰ], -α, -ον,
I. αυτός που λάμπει, σπινθηροβολεί, απαστράπτει, ακτινοβολεί, λέγεται για μέταλλα, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· επίσης, ἃλς μαρμαρέη, απαστράπτουσα θάλασσα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μαρμάρινος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μαρμάρεος: (ᾰρ) μαρμαίρω блистающий, сверкающий (αἰγίς, ἅλς Hom.; πύλαι Hes.; αὐγαί Arph.), по по друг. μάρμαρος II] мраморный (δόμος Anth.).
Middle Liddell
μαρμάρεος, [μᾰ]ος, η, ον [from μαρμαίρω
I. flashing, sparkling, glistening, gleaming, of metals, Il., Hes.; also, ἃλς μαρμαρέη the many-twinkling sea, Il.
II. of marble, Anth.