φωταγωγός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 643
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
Line 12: Line 12:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό / [[φωταγωγός]], -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που φέρνει φως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[φωταγωγός]]<br />[[άνοιγμα]] σε τοίχο ή [[κενός]] [[χώρος]] σε [[οικοδομή]] που χρησιμεύει για τον φωτισμό εσωτερικών διαμερισμάτων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που διαφωτίζει την [[ψυχή]] και το [[πνεύμα]], που καθοδηγεί τις ψυχές<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[φωταγωγός]]<br />η [[λαμπάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον Ήλιο) αυτός που εκπέμπει, που παρέχει φως, αυτός που φωτίζει<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει [[κάτι]] στο φως, που αποκαλύπτει («φωταγωγὸς ἀθεμίστων πραγμάτων», πάπ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> <b>θεολ.</b> (για τον Θεό) [[παρέχω]] πνευματικό φως, [[δίνω]] [[φώτιση]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[άνοιγμα]] χρήσιμο για φωτισμό, [[φεγγίτης]] ή [[παράθυρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]] (<b>πρβλ.</b> <i>δημ</i>-[[αγωγός]], <i>ψυχ</i>-[[αγωγός]])].
|mltxt=-ό / [[φωταγωγός]], -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που φέρνει φως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[φωταγωγός]]<br />[[άνοιγμα]] σε τοίχο ή [[κενός]] [[χώρος]] σε [[οικοδομή]] που χρησιμεύει για τον φωτισμό εσωτερικών διαμερισμάτων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που διαφωτίζει την [[ψυχή]] και το [[πνεύμα]], που καθοδηγεί τις ψυχές<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[φωταγωγός]]<br />η [[λαμπάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον Ήλιο) αυτός που εκπέμπει, που παρέχει φως, αυτός που φωτίζει<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει [[κάτι]] στο φως, που αποκαλύπτει («φωταγωγὸς ἀθεμίστων πραγμάτων», πάπ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> <b>θεολ.</b> (για τον Θεό) [[παρέχω]] πνευματικό φως, [[δίνω]] [[φώτιση]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[άνοιγμα]] χρήσιμο για φωτισμό, [[φεγγίτης]] ή [[παράθυρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]] (<b>πρβλ.</b> <i>δημ</i>-[[αγωγός]], <i>ψυχ</i>-[[αγωγός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 14:35, 14 January 2019

German (Pape)

[Seite 1323] mit dem Lichte voranführend, voranleuchtend, erleuchtend, Sp.; ἡ φωτ., sc. θύρα, das Lichtloch od. Fenster, Luc. Lapith. 20 Hipp. 7.

Greek (Liddell-Scott)

φωτᾰγωγός: -όν, ὁ ὁδηγῶν διὰ φωτός, φωτίζων, πληρῶν φωτός, Ἐκκλ. 2) ἡ φωταγωγὸς (ἐξυπακ. θύρα), ἄνοιγμα πρὸς φωτισμόν, παράθυρον, Λουκ. Συμπ. 20, περὶ Οἴκου 6, κλπ., πρβλ. Σουΐδ.· ― ὡσαύτως, ἡ φωταγωγὸς = λαμπάς, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui amène la lumière ; subst.φωταγωγός (θυρίς) fenêtre.
Étymologie: φῶς, ἄγω.

Spanish

que ilumina, que trae a la luz

Greek Monolingual

-ό / φωταγωγός, -όν, ΝΜΑ
αυτός που φέρνει φως
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο φωταγωγός
άνοιγμα σε τοίχο ή κενός χώρος σε οικοδομή που χρησιμεύει για τον φωτισμό εσωτερικών διαμερισμάτων
μσν.
1. μτφ. αυτός που διαφωτίζει την ψυχή και το πνεύμα, που καθοδηγεί τις ψυχές
2. το θηλ. ως ουσ.φωταγωγός
η λαμπάδα
αρχ.
1. (για τον Ήλιο) αυτός που εκπέμπει, που παρέχει φως, αυτός που φωτίζει
2. αυτός που φέρνει κάτι στο φως, που αποκαλύπτει («φωταγωγὸς ἀθεμίστων πραγμάτων», πάπ.)
3. μτφ. θεολ. (για τον Θεό) παρέχω πνευματικό φως, δίνω φώτιση
4. το θηλ. ως ουσ. άνοιγμα χρήσιμο για φωτισμό, φεγγίτης ή παράθυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + ἀγωγός (πρβλ. δημ-αγωγός, ψυχ-αγωγός)].

Greek Monotonic

φωτᾰγωγός: -όν, αυτός που οδηγεί με φως· φωταγωγός (ενν. θύρα), , άνοιγμα για φως, παράθυρο, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

φωτᾰγωγός: ἡ (sc. θύρα или θυρίς) окно (ἀπορρῖψαί τι διὰ τῆς φωταγωγοῦ Luc.).

Middle Liddell

φωτ-ᾰγωγός, όν
guiding with a light: φωταγωγός (sc. θύρἀ, an opening for light, a window, Luc.