βύκτης: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
(nl)
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βύκτης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ἄνεμοι βύκται» — άνεμοι που βουίζουν<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[θυελλώδης]] [[άνεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εάν γίνει αποδεκτή η αρχαία σημ. «αυτός που φυσά, που βουίζει», [[τότε]] η λ. [[βύκτης]] συνδέεται με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «<i>βεβυκώσθαι</i> (ή <i>βεβηκώσθαι</i>)<br />πεπρήσθαι <span style="color: red;"><</span> [[παρά]] &GT; Θετταλοίς» και [[περαιτέρω]] με τα [[βυνώ]], <i>βύω</i> «[[κλείνω]], [[αποφράσσω]], [[ταπώνω]]». Άλλοι θεωρούν πιθανότερο τον συσχετισμό της λ. με το ρ. [[βύζω]] «[[φωνάζω]] όπως το [[πτηνό]] [[βύας]]»].
|mltxt=[[βύκτης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ἄνεμοι βύκται» — άνεμοι που βουίζουν<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[θυελλώδης]] [[άνεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εάν γίνει αποδεκτή η αρχαία σημ. «αυτός που φυσά, που βουίζει», [[τότε]] η λ. [[βύκτης]] συνδέεται με τη [[γλώσσα]] του Ησυχίου «<i>βεβυκώσθαι</i> (ή <i>βεβηκώσθαι</i>)<br />πεπρήσθαι <span style="color: red;"><</span> [[παρά]] > Θετταλοίς» και [[περαιτέρω]] με τα [[βυνώ]], <i>βύω</i> «[[κλείνω]], [[αποφράσσω]], [[ταπώνω]]». Άλλοι θεωρούν πιθανότερο τον συσχετισμό της λ. με το ρ. [[βύζω]] «[[φωνάζω]] όπως το [[πτηνό]] [[βύας]]»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:15, 15 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βύκτης Medium diacritics: βύκτης Low diacritics: βύκτης Capitals: ΒΥΚΤΗΣ
Transliteration A: býktēs Transliteration B: byktēs Transliteration C: vyktis Beta Code: bu/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A swelling, blustering, βυκτάων ἀνέμων Od.10.20.    II Subst., hurricane, Lyc.738,756.

German (Pape)

[Seite 467] heulend, von βύζω. fut. βύξω; Hom. einmal, Odyss. 10, 20 βυκτάων ἀνέμων; eben so Orph. Argon. 1108; ἄελλαι 126; auch allein, Sturmwind, Lycophr. 756; plur. 184.

Greek (Liddell-Scott)

βύκτης: -ου, ὁ, (βύζω, βύω) φουσκώνων, ἠχητικός, παταγώδης, ἄνεμοι βύκται Ὀδ. Κ. 20, κατὰ γεν. πληθ. βυκτάων. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἄνεμος, θύελλα, Λυκ. 738, 757.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
mugissant (vent).
Étymologie: βύζω.

English (Autenrieth)

(βύζω): whistling, howling, of winds, Od. 10.20†.

Spanish (DGE)

-ου

• Morfología: [ép. plu. gen. βυκτάων Od.10.20; dat. βύκταισι Orph.A.125]
1 aullante, ululante βυκτάων ἀνέμων Od.l.c., Orph.A.1103, βύκταισι ... ἀέλλαις Orph.l.c.
interpr. tard. por φυσῶν Hsch., cf. βυκάνη, βυκόομαι.
2 subst. ὁ β. vendaval Lyc.738, 756, Did.Fr.Dub.3.

• Etimología: Se ha rel. βυνέω y βύω qq.u. Otros lo interpretan como n. de acción de βύζω.

Greek Monolingual

βύκτης, ο (Α)
1. φρ. «ἄνεμοι βύκται» — άνεμοι που βουίζουν
2. ως ουσ. θυελλώδης άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εάν γίνει αποδεκτή η αρχαία σημ. «αυτός που φυσά, που βουίζει», τότε η λ. βύκτης συνδέεται με τη γλώσσα του Ησυχίου «βεβυκώσθαιβεβηκώσθαι)
πεπρήσθαι < παρά > Θετταλοίς» και περαιτέρω με τα βυνώ, βύω «κλείνω, αποφράσσω, ταπώνω». Άλλοι θεωρούν πιθανότερο τον συσχετισμό της λ. με το ρ. βύζω «φωνάζω όπως το πτηνό βύας»].

Greek Monotonic

βύκτης: -ου, ὁ (βύω), ηχηρός, παταγώδης, φουσκωμένος· βυκτάων ἀνέμων (Επικ. γεν.), σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

βύκτης: ου adj. m воющий, завывающий (ἄνεμοι Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. adj. (subst. m.)
Meaning: only βυκτάων ἀνέμων κ 20, (subst. stormwind Lyc.).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: If = πνεόντων, φυσητῶν, i.e. blowing, compared with βεβυκῶσθαι πεπρῆσθαι <παρὰ> Θετταλοῖς H. (Hoffmann Dial. 2, 224, Bechtel Dial. 1, 204) and further to βυνέω (s. v.). Acc. to Fraenkel Nom. ag. 1, 19 A. 1 to βύζω, βύξαι hoot (like an owl (s. βύας). - See k-enlargements of bū- and bu- in Pok.97f. and 100f.

Middle Liddell

[βύω]
swelling, blustering, βυκτάων ἀνέμων (epic gen.) Od.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βύκτης -ου βύζω gen. plur. βυκτάων, als adj. huilend.