ενέχω: Difference between revisions
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
(12) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐνέχω]]) [[έχω]]<br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> έχω [[ενοχή]] σε [[κάτι]], [[είμαι]] [[ένοχος]], [[είμαι]] μπλεγμένος σε κολάσιμη [[πράξη]] («ενέχεται σε φόνο»)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[υπεύθυνος]], [[συμμετέχω]] στην [[ευθύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εμπεριέχω]], [[κρύβω]] [[μέσα]] μου («το [[γεγονός]] ενέχει κινδύνους»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ.) [[διατηρώ]] [[εναντίον]] κάποιου [[οργή]], [[μίσος]], δυσμενή [[διάθεση]] κ.λπ. («Ἀστυάγης δε κρύπτων τὸν οἱ ἐνεῑχε χόλον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μνησικακώ]], έχω [[έχθρα]] [[εναντίον]] κάποιου, οργίζομαι, φέρομαι προσβλητικά<br /><b>3.</b> (με εμπρόθ. τοπ. προσδ.) [[εισχωρώ]], [[εισέρχομαι]] [[κάπου]] («[[ὅπως]] ἅν εἰς τὸν κόλπον... αἱ αὐγαὶ | |mltxt=(AM [[ἐνέχω]]) [[έχω]]<br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> έχω [[ενοχή]] σε [[κάτι]], [[είμαι]] [[ένοχος]], [[είμαι]] μπλεγμένος σε κολάσιμη [[πράξη]] («ενέχεται σε φόνο»)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[υπεύθυνος]], [[συμμετέχω]] στην [[ευθύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εμπεριέχω]], [[κρύβω]] [[μέσα]] μου («το [[γεγονός]] ενέχει κινδύνους»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ.) [[διατηρώ]] [[εναντίον]] κάποιου [[οργή]], [[μίσος]], δυσμενή [[διάθεση]] κ.λπ. («Ἀστυάγης δε κρύπτων τὸν οἱ ἐνεῑχε χόλον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μνησικακώ]], έχω [[έχθρα]] [[εναντίον]] κάποιου, οργίζομαι, φέρομαι προσβλητικά<br /><b>3.</b> (με εμπρόθ. τοπ. προσδ.) [[εισχωρώ]], [[εισέρχομαι]] [[κάπου]] («[[ὅπως]] ἅν εἰς τὸν κόλπον... αἱ αὐγαὶ τοῦ φέγγους ὡς [[μάλιστα]] ἐνέχωσιν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> δεσμεύομαι από [[κάτι]], εμπλέκομαι σε [[κάτι]] («τῇ πάγῃ ένέχεσθαι, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> [[εμπίπτω]], [[περιέρχομαι]] σε [[κάτι]], καταλαμβάνομαι από [[κάτι]] («φιλοτιμίᾳ ἐνέχεται», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[υπόκειμαι]] σε [[κάτι]]<br /><b>7.</b> (ως δικαν. όρος) καταδικάζομαι ως [[ένοχος]] («ἐνεχέσθω τῇ τεταγμένῃ ζημίᾳ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> [[στέκομαι]] σε μια [[θέση]], [[σταματώ]], [[μένω]] («ἐν δέ [[ταύτη]] πως ἐνέσχετο» — σ' αυτήν όμως στάθηκε, σταμάτησε [[κάπως]], <b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 15 February 2019
Greek Monolingual
(AM ἐνέχω) έχω
1. μέσ. έχω ενοχή σε κάτι, είμαι ένοχος, είμαι μπλεγμένος σε κολάσιμη πράξη («ενέχεται σε φόνο»)
2. είμαι υπεύθυνος, συμμετέχω στην ευθύνη
νεοελλ.
εμπεριέχω, κρύβω μέσα μου («το γεγονός ενέχει κινδύνους»)
αρχ.
1. (με δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ.) διατηρώ εναντίον κάποιου οργή, μίσος, δυσμενή διάθεση κ.λπ. («Ἀστυάγης δε κρύπτων τὸν οἱ ἐνεῑχε χόλον», Ηρόδ.)
2. μνησικακώ, έχω έχθρα εναντίον κάποιου, οργίζομαι, φέρομαι προσβλητικά
3. (με εμπρόθ. τοπ. προσδ.) εισχωρώ, εισέρχομαι κάπου («ὅπως ἅν εἰς τὸν κόλπον... αἱ αὐγαὶ τοῦ φέγγους ὡς μάλιστα ἐνέχωσιν», Ξεν.)
4. παθ. δεσμεύομαι από κάτι, εμπλέκομαι σε κάτι («τῇ πάγῃ ένέχεσθαι, Ηρόδ.)
5. παθ. εμπίπτω, περιέρχομαι σε κάτι, καταλαμβάνομαι από κάτι («φιλοτιμίᾳ ἐνέχεται», Ευρ.)
6. υπόκειμαι σε κάτι
7. (ως δικαν. όρος) καταδικάζομαι ως ένοχος («ἐνεχέσθω τῇ τεταγμένῃ ζημίᾳ», Πλάτ.)
8. στέκομαι σε μια θέση, σταματώ, μένω («ἐν δέ ταύτη πως ἐνέσχετο» — σ' αυτήν όμως στάθηκε, σταμάτησε κάπως, Πλάτ.).