κεντρικός: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(20) |
m (Text replacement - " . ." to "…") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kentrikos | |Transliteration C=kentrikos | ||
|Beta Code=kentriko/s | |Beta Code=kentriko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">belonging to a cardinal point</b>, σχῆμα <span class="bibl">Vett.Val.134.26</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Adv. -<b class="b3">κῶς</b>, metaph., ὁ | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">belonging to a cardinal point</b>, σχῆμα <span class="bibl">Vett.Val.134.26</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Adv. -<b class="b3">κῶς</b>, metaph., ὁ νοῦς… ἀδιαιρέτως καὶ κ. οἶδε τὰ διαιρούμενα Phlp.<b class="b2">in de An</b>.542.29.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:35, 26 February 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A of or belonging to a cardinal point, σχῆμα Vett.Val.134.26. II Adv. -κῶς, metaph., ὁ νοῦς… ἀδιαιρέτως καὶ κ. οἶδε τὰ διαιρούμενα Phlp.in de An.542.29.
Greek (Liddell-Scott)
κεντρικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸ κέντρον, ἐκ τοῦ κέντρου, διάστημα Valens παρὰ τῷ Salm. de Climact. σ. 300.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κεντρικός, -ή, -όν) κέντρον
αυτός που βρίσκεται στο κέντρο, σε κύριο, κεντρικό σημείο, κεντρώος, μεσαίος («κεντρική Ασία»)
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται σε θέση πολυσύχναστη («κεντρική οδός»)
2. αυτός που χρησιμεύει ως κέντρο από το οποίο ορμώνται ή εξαρτώνται άλλα ομοειδή πράγματα ή φαινόμενα («κεντρική θέρμανση»)
3. φρ. «κεντρική ιδέα» — η αρχική, η θεμελιώδης ιδέα, από την οποία εξαρτώνται οι επί μέρους ιδέες.