искусный: Difference between revisions
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(3) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπίκλοπος]], [[ἴδρις]], [[ἐπιστάμενος]], [[κλυτόμητις]], [[μηχανόεις]], [[εὐπάλαμος]], [[καλλιτέχνης]], [[ποικιλότευκτος]], [[δαιδάλεος]], [[τεχνήεις]], [[κατάτεχνος]], [[εὐμήχανος]], [[τεχνικός]], [[ἔντεχνος]], [[δαιδαλόχειρ]], [[εὔτεχνος]], [[σοφουργός]], [[τεχνήμων]], [[εὐεπήβολος]], [[εὐχερής]], [[αἵμων]], [[χεριάρης]], [[ἔνσοφος]], [[δαΐφρων]], [[γυμνάς]], [[ἐνδέξιος]], [[εὔχειρ]], [[σοφός]], [[ἐμπείραμος]], [[ἐντρεχής]], [[φιλότεχνος]], [[μηχανικός]], [[ἀριστοπόνος]], [[ποικίλος]], [[ἐπιδέξιος]], [[δεξιός]], [[χειροτεχνικός]], [[μουσικός]], [[ὀρθοδαής]], [[τορευτός]], [[κομψός]] | |rueltext=[[ἀκριβής]], [[ἐπίκλοπος]], [[ἴδρις]], [[ἐπιστάμενος]], [[κλυτόμητις]], [[μηχανόεις]], [[εὐπάλαμος]], [[καλλιτέχνης]], [[ποικιλότευκτος]], [[δαιδάλεος]], [[τεχνήεις]], [[κατάτεχνος]], [[εὐμήχανος]], [[τεχνικός]], [[ἔντεχνος]], [[δαιδαλόχειρ]], [[εὔτεχνος]], [[σοφουργός]], [[τεχνήμων]], [[εὐεπήβολος]], [[εὐχερής]], [[αἵμων]], [[χεριάρης]], [[ἔνσοφος]], [[δαΐφρων]], [[γυμνάς]], [[ἐνδέξιος]], [[εὔχειρ]], [[σοφός]], [[ἐμπείραμος]], [[ἐντρεχής]], [[φιλότεχνος]], [[μηχανικός]], [[ἀριστοπόνος]], [[ποικίλος]], [[ἐπιδέξιος]], [[δεξιός]], [[χειροτεχνικός]], [[μουσικός]], [[ὀρθοδαής]], [[τορευτός]], [[κομψός]], [[ἐσθλός]], [[γλαφυρός]], [[δυνατός]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:45, 15 October 2019
Russian > Greek
ἀκριβής, ἐπίκλοπος, ἴδρις, ἐπιστάμενος, κλυτόμητις, μηχανόεις, εὐπάλαμος, καλλιτέχνης, ποικιλότευκτος, δαιδάλεος, τεχνήεις, κατάτεχνος, εὐμήχανος, τεχνικός, ἔντεχνος, δαιδαλόχειρ, εὔτεχνος, σοφουργός, τεχνήμων, εὐεπήβολος, εὐχερής, αἵμων, χεριάρης, ἔνσοφος, δαΐφρων, γυμνάς, ἐνδέξιος, εὔχειρ, σοφός, ἐμπείραμος, ἐντρεχής, φιλότεχνος, μηχανικός, ἀριστοπόνος, ποικίλος, ἐπιδέξιος, δεξιός, χειροτεχνικός, μουσικός, ὀρθοδαής, τορευτός, κομψός, ἐσθλός, γλαφυρός, δυνατός