ἀποκαλέω: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apokaleo | |Transliteration C=apokaleo | ||
|Beta Code=a)pokale/w | |Beta Code=a)pokale/w | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[recall]], esp. from exile, <span class="bibl">Hdt.3.53</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.4.25</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">call away</b> or [[aside]], <span class="bibl">Id.<span class="title">An.</span>7.3.35</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">call by a name</b>, esp. by way of disparagement, <b class="b2">stigmatize as .</b>., τὸν τοῦ μανέντος . . ξύναιμον ἀποκαλοῦντες <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>727</span>; ὀλιγαρχικοὺς καὶ μισοδήμους ἀ. <span class="bibl">And.4.16</span>; ὡς ἐν ὀνείδει ἀ. μηχανοποιόν <span class="bibl">Pl. <span class="title">Grg.</span>512c</span>; <b class="b3">ἀργόν, σοφιστὴν ἀ. τινά</b>, <span class="bibl">X. <span class="title">Mem.</span>1.2.57</span>, <span class="bibl">1.6.13</span>; οὓς νῦν ὑβρίζει καὶ πτωχοὺς ἀ. <span class="bibl">D.21.211</span>; ὡς ἐν αἰσχρῷ φιλαύτους ἀ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1168a30</span>; παράσιτον ἀ. <span class="bibl">Timocl.19</span>; <b class="b3">χαριεντισμὸν ἀ</b>. [[call]] it a [[sorry]] jest, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>168d</span>; sts. without any bad sense, τοὺς χαλεπαίνοντας ἀνδρώδεις ἀ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1109b18</span>, cf. <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span> 10.17</span>, Plu.2.776e.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:40, 29 June 2020
English (LSJ)
A recall, esp. from exile, Hdt.3.53, X.Cyr.1.4.25. 2 call away or aside, Id.An.7.3.35. II call by a name, esp. by way of disparagement, stigmatize as .., τὸν τοῦ μανέντος . . ξύναιμον ἀποκαλοῦντες S.Aj.727; ὀλιγαρχικοὺς καὶ μισοδήμους ἀ. And.4.16; ὡς ἐν ὀνείδει ἀ. μηχανοποιόν Pl. Grg.512c; ἀργόν, σοφιστὴν ἀ. τινά, X. Mem.1.2.57, 1.6.13; οὓς νῦν ὑβρίζει καὶ πτωχοὺς ἀ. D.21.211; ὡς ἐν αἰσχρῷ φιλαύτους ἀ. Arist.EN1168a30; παράσιτον ἀ. Timocl.19; χαριεντισμὸν ἀ. call it a sorry jest, Pl.Tht.168d; sts. without any bad sense, τοὺς χαλεπαίνοντας ἀνδρώδεις ἀ. Arist.EN1109b18, cf. X.Eq. 10.17, Plu.2.776e.
German (Pape)
[Seite 305] (s. καλέω), 1) ab-, zurückrufen, Xen. Cyr. 1, 4, 25. 4, 5, 24; bei Seite rufen, An. 7, 3, 35. – 2) verbieten, Ar. Av. 1263, richtiger ἀποκεκλῄκαμεν, exclusimus. – 3) benennen, Plat. Theaet. 168 d; im üblen Sinne, Soph. Ai. 714; ὡς ἐν ὀνείδει μηχανοποιόν Plat. Gorg. 512 c; vgl. Xen. Mem. 1, 2, 57 Hell. 2, 3, 47; ἀποκαλεῖν τινα ὄνομά τι Mem. 2, 2, 1; προδότην Pol. 17, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκᾰλέω: μέλλ. -έσω, ἀνακαλῶ, καλῶ ὀπίσω, κυρίως ἐκ τῆς ἐξορίας, Ἡρόδ. 3. 53, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 25. 2) καλῶ εἰς ἰδιαίτερον μέρος, κατ’ ἰδίαν, τοὺς στρατηγοὺς ἀποκαλέσας ὁ αὐτ. Ἀν. 7. 3, 35. ΙΙ. καλῶ ὀνομαστί, ἰδίως ἐπὶ ὀνειδισμοῦ, στιγματίζω ὡς..., τὸν τοῦ μανέντος... ξύναιμον ἀποκαλοῦντες Σοφ. Αἴ. 727· ὀλιγαρχικοὺς καὶ μισοδήμους ἀπ. Ἀνδοκ. 31. 10· ὡς ἐν ὀνείδει ἀποκ. μηχανοποιὸν Πλάτ. Γοργ. 512C· ἀργόν, σοφιστὴν ἀποκ. τινὰ Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 57 καὶ 6. 13· οὓς νῦν ὑβρίζει καὶ πτωχοὺς ἀποκαλεῖ Δημ. 282. 12· ὡς ἐν αἰσχρῷ φιλαύτους ἀπ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 8, 1· παράσιτον ἀποκαλῶν (ἐνν. τινὰ) Τιμοκλ. ἐν «Κενταύρῳ» 1· χαριεντισμόν τινα ἀποκαλῶν, σκωπτικῶς ὀνομάζων ἀνεπιτυχῆ τινα ἀστεϊσμόν, Πλάτ. Θεαίτ. 168D· ἐνίοτε ὅμως ἄνευ οἱασδήποτε κακῆς σημασίας, ὁτὲ δὲ τοὺς χαλεπαίνοντας ἀνδρώδεις ἀποκαλοῦντες Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 9, 7, πρβλ. Ξεν. Ἱππ. 10. 17.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. (ἀπό au loin);
1 rappeler d’exil;
2 appeler à part;
II. (ἀπό par suite de) appeler par suite de, càd nommer, surnommer : τινα ὄνομά τι XÉN donner un nom à qqn ; en mauv. part σοφιστὴν ἀπ. τινα XÉN traiter qqn de sophiste.
Étymologie: ἀπό, καλέω.
Spanish (DGE)
I c. ac. de pers.
1 llamar, hacer regresar, reclamar τὸν Λυκόφρονα ἐπὶ τὴν τυραννίδα Hdt.3.53, ἦλθε ... ἄγγελος ἀποκαλέων αὐτούς Hdt.4.203, cf. X.Cyr.1.4.25.
2 llamar aparte αὐτοὺς τοὺς στρατηγούς X.An.7.3.35.
II c. ac. de pers. y otro pred.
1 llamar a alguien algo, tachar de gener. sent. peyor. τὸν τοῦ μανέντος ... ξύναιμον ἀποκαλοῦντες S.Ai.727, οἵ με τὸν γάμων ἀπεκάλουν ἥσσονα E.IA 1354, γυναῖκάς σφεας ἀπεκάλεον los tachaban de mujeres Hdt.9.20, τοὺς ἄλλους ὀλιγαρχικοὺς καὶ μισοδήμους And.4.16, ὡς ἐν ὀνείδει ἀποκαλέσαις ἂν μηχανοποιόν Pl.Grg.512c, ἀργούς X.Mem.1.2.57, πόρνον αὐτὸν X.Mem.1.6.13, οὓς νῦν ὑβρίζει καὶ πτωχοὺς D.21.211, ὡς ἐν αἰσχρῷ φιλαύτους Arist.EN 1168a30, παράσιτον Timocl.19, ἀλάστορα τὸν Φίλιππον D.19.305, cf. Plb.Fr.98, προδότας Plb.18.14.11, χαριεντισμόν τινα ἀποκαλῶν tachando (eso) de broma Pl.Tht.168d
•en v. pas. μὴ λυμεῶνες ἀποκαλεῖσθαι Isoc.4.80
•tb. de abstr. ἀργυρίδιον καὶ χρυσίδιον τὸν πλοῦτον Isoc.13.4, τὸν ... ῥυθμὸν ἄρρεν Aristid.Quint.40.21, cf. 5.1.
2 sin connotación peyorativa τοὺς χαλεπαίνοντας ἀνδρώδεις Arist.EN 1109b18, τὸν ἵππον τοιοῦτον ... ἐλευθέριόν τε καὶ ἐθελουργόν X.Eq.10.17 (cód.), τὸν Μίνω θεοῦ μεγάλου ὀαριστήν Plu.2.776e.
Greek Monotonic
ἀποκᾰλέω: μέλ. -έσω·
I. 1. καλώ πίσω, ανακαλώ, από την εξορία, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. καλώ σε συγκεκριμένο τόπο, καλώ κατ' ιδίαν, σε Ξεν.
II. καλώ ονομαστικά, ιδίως ονειδίζοντας, στιγματίζω ως, τὸν τοῦ μανέντος ξύναιμον ἀποκαλοῦντες, σε Σοφ.· σοφιστὴν ἀποκαλέω τινά, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκᾰλέω:
1) отзывать назад, возвращать из изгнания (τινα Her., Xen.);
2) отзывать в сторону Xen.;
3) называть, именовать, тж. обзывать (τινά τινα Soph., Xen., Plat., Dem., Arst., Polyb.): ἀ. τινα ὄνομά τι Xen. давать кому-л. какое-л. прозвище.
Middle Liddell
I. to call back, recall, from exile, Hdt., Xen.
2. to call away or aside, Xen.
II. to call by a name, esp. by way of disparagement, to stigmatise as, τὸν τοῦ μανέντος ξύναιμον ἀποκαλοῦντες Soph.; σοφιστὴν ἀπ. τινα Xen.