ἀριπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ariprepis
|Transliteration C=ariprepis
|Beta Code=a)ripreph/s
|Beta Code=a)ripreph/s
|Definition=ές, (πρέπω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">very distinguished</b>, ὡς καὶ σοὶ εἶδος μὲν ἀριπρεπές <span class="bibl">Od.8.176</span>; δότε δὴ καὶ τόνδε γενέσθαι . . ἀριπρεπέα Τρώεσσιν <span class="bibl">Il.6.477</span>; ἵππον ἀ. προὔχοντα <span class="bibl">23.453</span>; ἀ. βασιλῆες <span class="bibl">Od.8.390</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of things, <b class="b2">very bright</b>, ἔχε δ' αἰγίδα . . ἀριπρεπέα <span class="bibl">Il. 15.309</span>; ἄστρα . . φαίνετ' ἀ. <span class="bibl">8.556</span>; ὄρμοι <span class="title">Lyr.Alex.Adesp.</span>9.3; of a mountain, <b class="b2">conspicuous</b>, Νήριτον ἀ. <span class="bibl">Od.9.22</span>; ἀ. εἶδος ἔχουσα <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span> 114</span>: Comp., <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>18.223b</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">famous</b>, σκῆπτρον <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span> 102</span>. Adv. <b class="b3">-πῶς</b>, Ion. -πέως <span class="title">IG</span>7.1684 (Plataea), etc.</span>
|Definition=ές, (πρέπω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">very distinguished</b>, ὡς καὶ σοὶ εἶδος μὲν ἀριπρεπές <span class="bibl">Od.8.176</span>; δότε δὴ καὶ τόνδε γενέσθαι . . ἀριπρεπέα Τρώεσσιν <span class="bibl">Il.6.477</span>; ἵππον ἀ. προὔχοντα <span class="bibl">23.453</span>; ἀ. βασιλῆες <span class="bibl">Od.8.390</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of things, <b class="b2">very bright</b>, ἔχε δ' αἰγίδα . . ἀριπρεπέα <span class="bibl">Il. 15.309</span>; ἄστρα . . φαίνετ' ἀ. <span class="bibl">8.556</span>; ὄρμοι <span class="title">Lyr.Alex.Adesp.</span>9.3; of a mountain, [[conspicuous]], Νήριτον ἀ. <span class="bibl">Od.9.22</span>; ἀ. εἶδος ἔχουσα <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span> 114</span>: Comp., <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>18.223b</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[famous]], σκῆπτρον <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span> 102</span>. Adv. <b class="b3">-πῶς</b>, Ion. -πέως <span class="title">IG</span>7.1684 (Plataea), etc.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:00, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριπρεπής Medium diacritics: ἀριπρεπής Low diacritics: αριπρεπής Capitals: ΑΡΙΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: ariprepḗs Transliteration B: ariprepēs Transliteration C: ariprepis Beta Code: a)ripreph/s

English (LSJ)

ές, (πρέπω)

   A very distinguished, ὡς καὶ σοὶ εἶδος μὲν ἀριπρεπές Od.8.176; δότε δὴ καὶ τόνδε γενέσθαι . . ἀριπρεπέα Τρώεσσιν Il.6.477; ἵππον ἀ. προὔχοντα 23.453; ἀ. βασιλῆες Od.8.390.    2 of things, very bright, ἔχε δ' αἰγίδα . . ἀριπρεπέα Il. 15.309; ἄστρα . . φαίνετ' ἀ. 8.556; ὄρμοι Lyr.Alex.Adesp.9.3; of a mountain, conspicuous, Νήριτον ἀ. Od.9.22; ἀ. εἶδος ἔχουσα Orph.Fr. 114: Comp., Them.Or.18.223b.    3 famous, σκῆπτρον Orph.Fr. 102. Adv. -πῶς, Ion. -πέως IG7.1684 (Plataea), etc.

German (Pape)

[Seite 351] ές, hervorragend, ausgezeichnet, schön, αἰγίς Iliad. 15, 309, χηλός Od. 8, 424, ὄρος, Νήριτον εἰνοσίφυλλον αριπρεπές 9, 22, ἵππος Iliad. 23, 453, εἶδος Od. 8, 176, βασιλῆες 8, 390, ἄστρα φαίνετ' ἀριπρεπέα Iliad. 8, 556, ἵνα τ' ἄνδρες ἀριπρεπέες τελέθουσιν 9, 441, δότε τόνδε γενέσθαι παῖδ' ἐμὸν ἀριπρεπέα Τρώεσσιν 6, 477.

Greek (Liddell-Scott)

ἀριπρεπής: -ές, (πρέπω) ὁ λίαν εὐπρεπής, «ἀριπρεπές· μεγαλοπρεπές» Ἡσύχ., ὣς καὶ σοὶ εἶδος μὲν ἀριπρεπὲς Ὀδ. Θ. 176· δότε δὴ καὶ τόνδε γενέσθα... ἀριπρεπέα Τρώεσσιν Ἰλ. Ζ. 477· ἵππον ἀρ. Ψ. 453· ἀρ. βασιλῆες Ὀδ. Θ. 390. 2) ἐπὶ πραγμάτων, λίαν λαμπρός, στίλβων, λάμπων, ἒχε δ’ αἰγίδα.. ἀριπρεπέα Ἰλ. 309· ἄστρα... φαίνετ’ ἀρ. Θ. 556· καὶ ἐπὶ ὄρους, λίαν ἐμφανές, ἐναργές, Νήριτον ἀρ. Ὀδ. Θ. 22. - Ἐπίρρ. -πῶς, Ἰων. -πέως, Συλλ. Ἐπιγρ. 1656c, Γρηγ. Ναζ. τ. 2. σ. 72, 270, κ. ἄλλοι.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
distingué, remarquable ; Τρώεσσιν IL parmi les Troyens.
Étymologie: ἀρι-, πρέπω.

English (Autenrieth)

ές (πρέπω): conspicuous, distinguished; Τρώεσσιν, ‘among the Trojans,’ Il. 6.477.

Spanish (DGE)

-ές

• Prosodia: [ᾰ-]
1 conspicuo ἄστρα Il.8.556, cf. Plot.2.3.8, αἰγίς Il.15.309, ὄρμοι Lyr.Alex.Adesp.9.3
muy sobresaliente, prominente ὄρος Od.9.22, σκῆπτρον Orph.Fr.102.
2 de pers. y dioses muy distinguido, excelso παῖς Il.6.477, βασιλῆες Od.8.390, Διόνυσος Q.S.4.386, ἄνδρες Philostr.VS 617, ἀριπρεπεστέρα ταῖν πολέιον Them.Or.18.223b
de anim. ἵππος Il.23.453
de abstr. εἶδος Od.8.176, Orph.Fr.114.
3 adv. -έως preeminentemente del sol φαίνει πᾶσιν ἀ. Isidorus 4.14
sent. dud. IG 7.1684 (Platea).

Greek Monolingual

-ές (AM ἀριπρεπής [-οῡς], -ές)
1. διαπρεπής, διακεκριμένος
2. (για πράγματα) πολύ φωτεινός, λαμπρός
3. εμφανής, περίβλεπτος («Νήριτον ἀριπρεπές», Όμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + -πρεπής < πρέπω «ξεχωρίζω, λάμπω»].

Greek Monotonic

ἀριπρεπής: -ές (πρέπω
1. πολύ ευπρεπής, μεγαλοπρεπής, σε Όμηρ.
2. λέγεται για πράγματα, πολύ λαμπρός, εκθαμβωτικός, αστραφτερός, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀριπρεπής:
1) великолепный (αἰγίς, χηλός, ὄρος, ἵππος Hom.);
2) яркий, лучезарный (ἄστρα Hom.);
3) блистательный, славный (γενέσθαι ἀριπρεπέα Τρόεσσιν Hom.; ἀνήρ Plut.).

Middle Liddell

πρέπω
1. very distinguished, stately, Hom.
2. of things, very bright, splendid, Hom.