σύμπηκτος: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sympiktos | |Transliteration C=sympiktos | ||
|Beta Code=su/mphktos | |Beta Code=su/mphktos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[put together]], [[constructed]], [[framed]], οἰκήματα σ. ἐξ ἀνθερίκων <span class="bibl">Hdt.4.190</span>; <b class="b3">πλαίσια ξ</b>. [[compact]], f.l. for [[ξύμπτυκτα]] in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span> 800</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[curdled]], σ. γάλα <span class="bibl">Philox.2.36</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:45, 30 June 2020
English (LSJ)
ον,
A put together, constructed, framed, οἰκήματα σ. ἐξ ἀνθερίκων Hdt.4.190; πλαίσια ξ. compact, f.l. for ξύμπτυκτα in Ar.Ra. 800. 2 curdled, σ. γάλα Philox.2.36.
German (Pape)
[Seite 987] zusammengefügt; Ar. Ran. 800; ἔκ τινος, Her. 4, 190; γάλα, geronnen, Philox. bei Ath. IV, 147 e.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπηκτος: -ον, ὁ ὁμοῦ συντεθειμένος, κατεσκευασμένος, ἐστερεωμένος, οἰκήματα σ. ἐξ ἀνθερίκων Ἡρόδ. 4. 190· πλαίσια ξ., στερεά, συμπαγῆ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 800 (διάφ. γραφ. ξύμπτυκτα, καὶ ἀντιθέτω, τὸ συμπηκτὸν (ὀξυτόνως) εἶναι διάφορ, γραφ. ἀντὶ συμπτυκτὸν ἐν Διφύλ. Ἀδήλ. 7). 2) ἐπὶ γάλακτος, σύμπηκτον γάλα, πεπηγμένον, Φιλόξ. 2. 37.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
solidement assemblé, solidement construit ; compact.
Étymologie: συμπήγνυμι.
Greek Monolingual
-η, -ο / σύμπηκτος, -ον, ΝΑ συμπήγνυμι
πηχτός, πηγμένος («γάλα σύμπηκτον», Φιλόξ.)
αρχ.
1. ο μαζί με άλλον συγκροτημένος, μαζί κατασκευασμένος
2. στερεός, συμπαγής.
Greek Monotonic
σύμπηκτος: -ον, αυτός που έχει στερεωθεί, που έχει συναρμοστεί, κατασκευαστεί, πηγμένος, συμπαγής, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
σύμπηκτος:
1) сколоченный, сложенный, построенный (ἔκ τινος Her.);
2) плотный, твердый (πλαίσια Arph. - v. l. ξύμπτυκτος).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμπηκτος -ον [συμπήγνυμι] in elkaar gezet, gebouwd.
Middle Liddell
σύμ-πηκτος, ον,
put together, constructed, framed, Hdt., Ar.