περισπερχής: Difference between revisions
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perisperchis | |Transliteration C=perisperchis | ||
|Beta Code=perisperxh/s | |Beta Code=perisperxh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[very hasty]], <b class="b3">π. πάθος</b> a [[rash]], [[overhasty]] death (such as the selfslaughter of Ajax), <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>982</span> ; π. βοή <span class="title">Trag.Adesp.</span>254 ; <b class="b3">πικρὸς καὶ π</b>. Plu.2.59d. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b3">π. ὀδύνῃσι</b> [[goaded]] by pains, <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>4.218</span>, <span class="bibl"><span class="title">H.</span>5.145</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:00, 1 July 2020
English (LSJ)
ές,
A very hasty, π. πάθος a rash, overhasty death (such as the selfslaughter of Ajax), S.Aj.982 ; π. βοή Trag.Adesp.254 ; πικρὸς καὶ π. Plu.2.59d. 2 π. ὀδύνῃσι goaded by pains, Opp.C.4.218, H.5.145.
German (Pape)
[Seite 592] ές, sehr eilig, geschwind, dringend; περισπερχὲς πάθος, bei Soph. Ai. 982, ist ein überschnelles Leid, wie der Schol. auch erklärt, περισσῶς κατεπεῖγον, weil Ajar noch zu retten gewesen wäre, wenn er nicht mit seiner Entleibung so sehr geeilt hätte. Die gew. Erkl. der VLL. περιώδυνος, schmerzend, ist falsch, obwohl sp. D. es ähnlich gebraucht zu haben scheinen, Opp. Hal. 5, 145 Cyn. 4, 218, περισπ. ὀδύνῃσι, von Schmerzen gedrängt.
Greek (Liddell-Scott)
περισπερχής: -ές, (σπέρχω) βίαιος, ὁρμητικός, ὦ περισπερχὲς πάθος, «βαρύ, ἀμηχανίαν ἐμποιοῦν, περισσῶς κατεπεῖγον» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 982· πικρὸς καὶ π. Πλούτ. 2. 59D· ― π. ὀδύνῃσι, κεντούμενος ὑπὸ τῶν ὀδυνῶν, Ὀππ. Κυν. 4. 218, πρβλ. Ἁλ. 5. 145.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 pressant, qui ne laisse pas de repos, ou, selon d’autres qui se précipite, impétueux;
2 emporté, irascible.
Étymologie: περί, σπέρχω.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. πολύ ταχύς, βίαιος, ορμητικός, βιαστικός («ὦ περισπερχές πάθος» — βιαστικό, ξαφνικό κακό, Σοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «περιώδυνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -σπερχής (< σπέρχος < σπέρχω, -ομαι «θέτω σε ταχεία κίνηση, είμαι οργισμένος»), πρβλ. επι-σπερχής].
Greek Monotonic
περισπερχής: -ές (σπέρχω), πολύ ορμητικός, περισπερχὲς πάθος, παράτολμος, πολύ βίαιος, θάνατος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
περισπερχής:
1) бурный, стремительный (πάθος Soph.);
2) вспыльчивый, резкий (πικρὸς καὶ π. Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περισπερχής -ές [περισπέρχω] overhaast.
Middle Liddell
περι-σπερχής, ές σπέρχω
very hasty, π. πάθος a rash, overhasty death, Soph.