ἑτερόζηλος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eterozilos | |Transliteration C=eterozilos | ||
|Beta Code=e(tero/zhlos | |Beta Code=e(tero/zhlos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[zealous for one side]]. Adv. -λως [[unfairly]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>544</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[zealous in another pursuit]], <span class="title">AP</span>11.216 (Lucill.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[zealous for one side]]. Adv. -λως [[unfairly]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>544</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[zealous in another pursuit]], <span class="title">AP</span>11.216 (Lucill.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[of different tastes]], S.E.M.<span class="bibl">7.56</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:41, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A zealous for one side. Adv. -λως unfairly, Hes.Th.544. II zealous in another pursuit, AP11.216 (Lucill.). 2 of different tastes, S.E.M.7.56.
German (Pape)
[Seite 1048] 1) dem Andern mehr geneigt, parteiisch, Eust. – Adv. ἑτεροζήλως, auf parteiische Weise, Hes. Th. 544. – 2) eine andere Kunst treibend, stch einer anderen Sache befleißigend, im Ggstz von ὁμόζηλος, Sext. Emp. adv. log. 1, 58; Lucill. 5 (XI, 2161.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόζηλος: -ον, ζηλωτὴς ὑπὲρ τοῦ ἑνὸς μέρους, κλίνων πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἐπὶ τῆς ῥοπῆς πλάστιγγος, Εὐστ. Πονημάτ. 345. 35. ― Ἐπίρρ. ἑτεροζήλως, οὐχὶ δικαίως, Ἡσ. Θ, 544. ΙΙ. ζηλωτὴς ἑτέρου ἔργου, Ἀνθ. Π. 11. 216.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a d’autres goûts.
Étymologie: ἕτερος, ζῆλος.
Greek Monolingual
ἑτερόζηλος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει υπερβολικό ζήλο υπέρ του ενός μέρους, ο μεροληπτικός
μσν.
(για πλάστιγγα) αυτός που κλίνει προς το ένα μέρος
αρχ.
1. ο αφοσιωμένος σε άλλη επιδίωξη, αυτός που στρέφει τον ζήλο του σε διαφορετικά πράγματα
2. αυτός που έχει διαφορετικές τάσεις ή ορέξεις.
επίρρ...
ἑτεροζήλως
άδικα, μεροληπτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + ζήλος].
Greek Monotonic
ἑτερόζηλος: -ον, I. αυτός που ρέπει προς το ένα μέρος, μεροληπτικός, αυτός που κλίνει προς ένα μέρος, λέγεται για ισορροπία, ζυγαριά, πλάστιγγα· επίρρ. -λως, αδίκως, σε Ησίοδ.
II. αυτός που επιδίδεται με ζήλο στην κατάκτηση μιας άλλης τέχνης, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἑτερόζηλος: имеющий другие пристрастия, обладающий иными склонностями Sext., Anth.
Middle Liddell
ἑτερό-ζηλος, ον
I. zealous for one side, leaning to one side, of the balance:—adv. -λως, unfairly, Hes.
II. zealous in another pursuit, Anth.