πλυνός: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=plynos | |Transliteration C=plynos | ||
|Beta Code=pluno/s | |Beta Code=pluno/s | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[trough]], [[tank]], or <b class="b2">pit, in which dirty clothes were washed</b> by treading, pl., <span class="bibl">Il.22.153</span>, <span class="bibl">Od.6.40</span>,<span class="bibl">86</span>; pl., | |Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[trough]], [[tank]], or <b class="b2">pit, in which dirty clothes were washed</b> by treading, pl., <span class="bibl">Il.22.153</span>, <span class="bibl">Od.6.40</span>,<span class="bibl">86</span>; pl., [[washing-places]], <span class="bibl">Ephor.1J.</span>; later <b class="b2">washing-tubs, fuller's tubs</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Fug.</span>12</span>, <span class="bibl">D.C.46.4</span>, cf.Phot. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> parox. <b class="b3">πλύνος, ὁ,</b> [[washing]], Suid.; νιτρικῆς πλύνου <span class="bibl"><span class="title">Ostr.Bodl.</span> i126</span> (ii B. C.), cf. <span class="bibl"><span class="title">PHib.</span> 1.114</span> (iii B. C.): metaph., <b class="b3">πλύνον ποιεῖν τινα</b>, = [[πλύνω]] <span class="bibl">11</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>1061</span>; <b class="b3">π. πλύνεσθαι</b>, = [[ὑβρίζεσθαι]], <span class="bibl">Phryn.<span class="title">PS</span>p.101</span> B.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:57, 1 July 2020
English (LSJ)
ὁ,
A trough, tank, or pit, in which dirty clothes were washed by treading, pl., Il.22.153, Od.6.40,86; pl., washing-places, Ephor.1J.; later washing-tubs, fuller's tubs, Luc.Fug.12, D.C.46.4, cf.Phot. II parox. πλύνος, ὁ, washing, Suid.; νιτρικῆς πλύνου Ostr.Bodl. i126 (ii B. C.), cf. PHib. 1.114 (iii B. C.): metaph., πλύνον ποιεῖν τινα, = πλύνω 11, Ar.Pl.1061; π. πλύνεσθαι, = ὑβρίζεσθαι, Phryn.PSp.101 B.
German (Pape)
[Seite 638] ὁ, Grube, in der schmutzige Kleider mit Wasser getreten, gewaschen u. gereinigt wurden, Waschgrube; Il. 22, 153 Od. 6, 40. 86; nach Hesych. auch πύελοι, ἐν αἱς τὰς ἐσθῆτας ἔπλυνον; vgl. Maneth. 6, 433, ῥυπόεντα πλυνοῖσιν εἵματα καλλύνοντες; Luc. περὶ πλυνοὺς ἐχειν, fugit. 26. – Uebertr. sagt Ar. Plut. 1061 οὐχ ὑγιαίνειν μοι δοκεῖς, πλυνόν με ποιῶν ἐν τοσούτοις ἀνδράσι, was Poll. 7, 38 ἐξονειδίζεις, αἰσχύνεις erklärt, wie auch bei uns »Einen auswaschen«; Droysen: daß du mich zur Waschbank deiner Witze machst; vgl. Schol. Aesch. 3, 178.
Greek (Liddell-Scott)
πλῠνός: ὁ, (πλύνω) πλυντήρ, ἀγγεῖον ἢ λάκκος ἐν μαρμάρῳ ἔνθα ἔπλυνον ἀκάθαρτα ἐνδύματα, Ἰλ. Χ. 153, Ὀδ. Ζ. 40, 86· παρὰ μεταγεν., σκάφη ἢ κάδος πρὸς πλύσιν, Λουκ. Δραπέτ. 12, Φώτ. ΙΙ. μεταφορ., πλυνὸν ποιεῖ τινα, = πλύνω ΙΙ, Ἀριστοφ. Πλ. 1061· πλυνὸν πλύνεσθαι, = ὑβρίζεσθαι, Α. Β. 58· πρβλ. καταπλυντηρίζω. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «οἱ πλυνοί· πύελοι, ἐν αἷς τὰς ἐσθῆτας ἔπλυνον· ἢ βόθροι ὅπου πλύνουσι».
French (Bailly abrégé)
ou πλύνος;
οῦ (ὁ) :
auge ou bassin pour laver ; fig. πλύνον με ποιῶν AR faisant de moi un bassin à laver, càd m’éclaboussant ou me criblant d’injures ignobles.
Étymologie: πλύνω.
English (Autenrieth)
(πλύνω): washing-pit, pl., tanks or basins in the earth, lined with stone.
Greek Monolingual
ο, Ν πλύνω
ναυτ. χώρος στο κατάστρωμα ή σε άλλο μέρος του πλοίου, που χρησιμεύει για το πλύσιμο τών ναυτών και τών ρούχων τους
αρχ.
1. πέτρινη σκάφη, γούρνα στην οποία γινόταν το πλύσιμο τών ακάθαρτων ρούχων
2. λουτήρας, μπανιέρα
3. θέση, χώρος, όπου γινόταν το πλύσιμο τών ρούχων.
Greek Monotonic
πλῠνός: ὁ (πλύνω)·
I. σκάφη, κάδος, δοχείο, στο οποίο έπλεναν τα βρόμικα ρούχα αφού τα πατούσαν πρώτα, σε Όμηρ.
II. μεταφ., πλυνὸν ποιεῖν τινα = πλύνω II, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πλῠνός: ὁ
1) водоем для полоскания белья, мойный бассейн Hom.: πλυνόν τινα ποιεῖν перен. Arph. обливать кого-л. грязью;
2) лохань для стирки Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλυνός -οῦ, ὁ [πλύνω] wasbekken, wasplaats (in een rivier, om kleren te wassen); wasbak, (was)tobbe.
Middle Liddell
πλῠνός, οῦ, ὁ, πλύνω
I. a trough, tank, or pit, in which dirty clothes were washed by treading, Hom.
II. metaph., πλυνὸν ποιεῖν τινα, = πλύνω II, Ar.