στέγασμα: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[στέγασμα]], ατος, τό, [[στεγάζω]]<br />[[anything]] [[which]] covers, a [[covering]], Xen.:— a [[roof]], Lat. [[tectum]], Plat. | |mdlsjtxt=[[στέγασμα]], ατος, τό, [[στεγάζω]]<br />[[anything]] [[which]] covers, a [[covering]], Xen.:— a [[roof]], Lat. [[tectum]], Plat. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[covering]], [[that which gives shelter]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 4 July 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A anything which covers or shelters, covering, X.An.1.5.10 (pl.); ἐν τεύτλου κρύπτεται στεγάσμασιν Antiph. 181; σ. ὤας ἢ διφθέρας SIG1259.5 (Athens, iv B.C.); τὰ σ. τοῖς πλοίοις awnings, PCair.Zen.53.7 (iii B.C.). 2 roof, opp. σκέπασμα, Pl.Plt.279d, cf. Criti.111c.
German (Pape)
[Seite 932] τό, alles Bedeckende, Bedeckung; von σκεπάσματα unterschieden, u. daher στεκτικὸς ῥευμάτων erklärt, Plat. Polit. 279 d; Dach, Critia. 111 c; Xen. An. 1, 5, 10, wo Krüger σκεπάσματα aufgenommen hat.
Greek (Liddell-Scott)
στέγασμα: τό, πᾶν τὸ καλύπτον ἢ προφυλάττον τι, σκέπη, κάλυμμα, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 10· ἐν τεύτλου κρύπτεται στεγάσμασιν Ἀντιφάν. ἐν «Παιδεραστῇ» 1. 2) στέγη, Λατιν. tectum, ἀντίθετον τῷ σκέπασμα, Πλάτ. Πολιτικ. 279D, πρβ. Κριτί. 111C.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
abri.
Étymologie: στεγάζω.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ στεγάζω
σκέπη, κάλυμμα, καθετί που σκεπάζει ή προφυλάσσει κάτι
νεοελλ.
1. η στέγαση, η εγκατάσταση σε σπίτι
2. το στέγαστρο
αρχ.
φρ. «τὰ στεγάσματα τοῑς πλοίοις» — τα σκεπάσματα, οι τέντες πάπ..
Greek Monotonic
στέγασμα: -ατος, τό (στεγάζω), οτιδήποτε κατάλληλο για κάλυψη, σκέπαστρο, σε Ξεν.· σκεπή, Λατ. tectum, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
στέγασμα: ατος τό
1) крыша, кровля Xen., Plat.;
2) кров, жилье (κεράμεα στεγάσματα Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στέγασμα -ατος, τό [στεγάζω] bedekking; spec. dak. Plat. Plt. 279d.
Middle Liddell
στέγασμα, ατος, τό, στεγάζω
anything which covers, a covering, Xen.:— a roof, Lat. tectum, Plat.