ἀμφισβήτησις: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀμφισβητέω]]<br />a [[dispute]], [[controversy]], [[debate]], ἀμφ. γίγνεται (or ἐστι) [[περί]] τινος Plat.; ἀμφισβήτησιν [[ἔχει]] it admits of [[question]], Arist.
|mdlsjtxt=[[ἀμφισβητέω]]<br />a [[dispute]], [[controversy]], [[debate]], ἀμφ. γίγνεται (or ἐστι) [[περί]] τινος Plat.; ἀμφισβήτησιν [[ἔχει]] it admits of [[question]], Arist.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[discussion]], [[dispute]], [[doubt]], [[dispule]]
}}
}}

Revision as of 15:45, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφισβήτησις Medium diacritics: ἀμφισβήτησις Low diacritics: αμφισβήτησις Capitals: ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΙΣ
Transliteration A: amphisbḗtēsis Transliteration B: amphisbētēsis Transliteration C: amfisvitisis Beta Code: a)mfisbh/thsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A dispute, controversy, ἀ. γίγνεται, ἔστι περί τινος, Pl.Phlb.15a, R.533d; ἀ. Δελφῶν πρὸς Ἀμφισσεῖς ὑπὲρ τῶν ὅρων CIG1711 (Delph., i A.D.); ἀμφισβήτησιν ὑπολείπειν leave room for dispute, Antipho 5.16; ἀμφισβήτησιν ἔχει it admits of question, Arist.EN1100a18, etc.; ἀ. ἔσται, τίνας ἄρχειν δεῖ Pol.1283b3; ἀμφις βητήσεις [εἰσίν], c. acc. et inf., Rh.1417a8; ἐξ ὧν ἡ πόλις συνέστηκεν, ἐν τούτοις ποιεῖσθαι τὴν ἀ. make a claim, Pol.1283a15, etc.    2 as Att. law-term, claim to an inheritance, ἀ. ποιεῖσθαι Lys.17.5, cf Is. 6.4, D.48.26.

German (Pape)

[Seite 144] ἡ, Streit, Zweifel, γίγνεται περί τινος Plat. Phil. 15 a; Soph. 231 a; περί τινός ἐστι Rep. VII, 533 d; πολλὴν ἀμφισβήτησιν ἔχει (τὰ πράγματα) Arist. Nic. Eth. 10, 1, 2, es ist sehr zweifelhaft; ἀμφισβήτησιν ὑπολείπειν Antiph. 5, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφισβήτησις: -εως, ἡ, φιλονεικία, συζήτησις, ἔρις, ἀντιλογία, ἀμφ. γίγνεται (ἢ ἐστί) περί τινος Πλάτ. Φίληβ. 15Α, Πολ. 533D· ἀμφ. Δελφῶν πρὸς Ἀμφισσεῖς ὑπὲρ τῶν ὅρων Συλλ. Ἐπιγρ. 1711· ἀμφισβήτησιν ὑπολείπειν, ὑπολ. ἀφορμὴν πρὸς ἀμφισβήτησιν, Ἀντιφῶν 131. 17· ἀμφ. ποιεῖν Λυσ. 148. 30· ἀμφισβήτησιν ἔχει, ἐπιδέχεται ἀμφιβολίαν, συζήτησιν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 1, 2· ἀμφ. ἔσται, τίνας ἄρχειν δεῖ ὁ αὐτ. Πολιτικ. 3. 13, 5· ἀμφισβητήσεις [γίγνονται] μὴ βλαβερὸν εἶναι τι ὁ αὐτ. Ρητ. 3. 16, 6, κτλ. 2) ὡς ὅρος δικαν. τοῦ Ἀττικοῦ δικαίου, τὸ ἐγείρειν ἀξιώσεις ἐπί τινος κληρονομίας (ἴδε ἀμφισβητέω Ι. 3. β), Ἰσαῖος 56. 27.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 contestation;
2 sujet de contestation, question controversée.
Étymologie: ἀμφισβητέω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 discusión, disputa, querella ἀ. γίγνεται Pl.Phlb.15a, cf. Lg.766e, ἀ. ἔσται τίνας ἄρχειν δεῖ Arist.Pol.1283b3, ἀμφισβήτησιν καὶ λόγον ὑπελείπου Antipho 5.16, περὶ ὀνόματος Pl.R.533d, περὶ αὐτοῦ Pl.R.505d, (νόμοι) οἵτινες τὰς μὲν ἀμφισβητήσεις ὡς ἐλαχίστας ... ποιοῦσιν Isoc.2.17, διεξάγειν τὴν ὑπὲρ Κοίλης Συρίας ἀ. Plb.5.1.5, περὶ τῶν ὅρων FD 4.293.1 (II a.C.), πρός τινα POxy.745.9 (I a.C.), cf. BGU 226.6 (I a.C.)
tema o motivo de discusión ἔχειν Arist.EN 1100a18, plu., Arist.Rh.1417a8
ambigüedad, duda ὡς τετηρηκὼς ἔσῃ πᾶσαν ἀμφισβήτησιν ... τοῦ ὀρθῶς ἢ μὴ ὀρθῶς Epicur.Sent.[5] 24.8.
2 en cont. políticos y jur. exigencia, reclamación, pretensión ἐξ ὧν πόλις συνέστηκεν, ἐν τούτοις ἀναγκαῖον ποιεῖσθαι τὴν ἀμφισβήτησιν la pretensión al poder debe basarse en las cosas sobre las que se crea el Estado Arist.Pol.1283a15
como término legal reclamación esp. de una herencia ἀ. ποιεῖσθαι Lys.17.5, Is.8.2, παιδίου ἀ. Is.4.10, ἀ. δ' εἶναι καὶ διαδικασίαν Pl.Lg.937d, cf. 954c, διέγραψεν ὁ ἄρχων ... τὴν ἀμφισβήτησιν D.48.26, οὐδεμία λοιπόν ἀ. ἐστιν BGU 969.19 (II a.C.), cf. BGU 267.9 (II a.C.), μηδεμίαν ἀμφισβήτησιν ἔχειν πρὸς σύστασιν τοῦ προειρημένου PGoodsp.Cair.12.14 (IV a.C.).

Greek Monotonic

ἀμφισβήτησις: -εως, ἡ (ἀμφισβητέω), διαμάχη, αντίλογος, φιλονικία, αμφισβήτηση, ἀμφ.γίγνεταιἐστι) περί τινος, σε Πλάτ.· ἀμφισβήτησιν ἔχει, επιδέχεται αμφιβολία, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφισβήτησις: εως ἡ спор, разногласие Polyb., Plut.: ἀ. περί τινος Plat. спор о чем-л.; ἀμφισβήτησιν ἔχειν Arst. быть спорным, сомнительным.

Middle Liddell

ἀμφισβητέω
a dispute, controversy, debate, ἀμφ. γίγνεται (or ἐστι) περί τινος Plat.; ἀμφισβήτησιν ἔχει it admits of question, Arist.

English (Woodhouse)

discussion, dispute, doubt, dispule

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)