εὐπηγής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel

Menander, Monostichoi, 156
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efpigis
|Transliteration C=efpigis
|Beta Code=eu)phgh/s
|Beta Code=eu)phgh/s
|Definition=ές, = sq., once in Hom., <b class="b3">ξεῖνος μέγας ἠδ' εὐπηγής</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[wellbuilt]], [[stout]], <span class="bibl">Od.21.334</span>; μῆτραι <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.47</span>; δικλίδες <span class="bibl">A.R.3.236</span>: Dor. perh. εὐπᾱγής, v. [[εὐπάξ]].</span>
|Definition=ές, = sq., once in Hom., <b class="b3">ξεῖνος μέγας ἠδ' εὐπηγής</b> <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[wellbuilt]], [[stout]], <span class="bibl">Od.21.334</span>; μῆτραι <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.47</span>; δικλίδες <span class="bibl">A.R.3.236</span>: Dor. perh. εὐπᾱγής, v. [[εὐπάξ]].</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 20:46, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπηγής Medium diacritics: εὐπηγής Low diacritics: ευπηγής Capitals: ΕΥΠΗΓΗΣ
Transliteration A: eupēgḗs Transliteration B: eupēgēs Transliteration C: efpigis Beta Code: eu)phgh/s

English (LSJ)

ές, = sq., once in Hom., ξεῖνος μέγας ἠδ' εὐπηγής    A wellbuilt, stout, Od.21.334; μῆτραι Hp.Mul.1.47; δικλίδες A.R.3.236: Dor. perh. εὐπᾱγής, v. εὐπάξ.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπηγής: -ές, = εὐπαγής, εὔπηκτος, ἅπαξ παρ᾿ Ὁμήρ., ξεῖνος μέγας ἠδ᾿ εὐπηγής, συμπαγής, ἰσχυρός, ῥωμαλέος, Ὀβ. Φ. 334· μῆτραι Ἱππ. 609. 11. - Καθ᾿ Ἡσύχ. «εὐπηγής· εὖ τεθραμμένος· εὐπαγὴς τῷ σώματι».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
bien ajusté ; bien bâti, solide, fort.
Étymologie: εὖ, πήγνυμι.

English (Autenrieth)

and ἐύπηκτος (πήγνῦμι): well or firmly joined, well built, Od. 21.334 †, Β , Od. 23.41.

Greek Monolingual

εὐπηγής, -ές και δωρ. τ. εὐπαγής, -ές (Α)
1. (για πρόσωπα) εύσωμος, ρωμαλέος, καλοθρεμμένος, ισχυρός
2. ιατρ. (για μήτρα) συμπαγής, στερεός
3. στερεός, καλά κατασκευασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πηγης (< πήγνυμι «πήζω, στερεώνω»), πρβλ. περι-πηγής].

Greek Monotonic

εὐπηγής: -ές, = εὐπαγής, καλοχτισμένος, συμπαγής, δυνατός, ισχυρός, γερός, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐπηγής: Hom. = εὐπαγής 2.

Middle Liddell

εὐ-πηγής, ές = εὐπαγής,]
well-built, stout, Od.