μάλαγμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=malagma
|Transliteration C=malagma
|Beta Code=ma/lagma
|Beta Code=ma/lagma
|Definition=[<b class="b3">μᾰ], ατος, τό,</b> (μαλάσσω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[emollient]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Od.</span>59</span>, Gal. 13.946, <span class="title">PCair.Goodsp.</span>30 X 6 (ii A. D.), etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[soft materials]], [[padding]], used in sieges to blunt the force of engines and weapons, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>91.7</span>, <span class="bibl">95.47</span>; μ. τῆς ἀντιτυπίας Plu.2.618f, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>70d</span>, ap. Longin.32.5; <b class="b3">μαλάγματος χάριν</b> for [[padding]], Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.49.28.10</span>; <b class="b3">μ. ἕνεκα</b>, of a shirt worn under armour, Sch.<span class="bibl">Il.21.31</span>.</span>
|Definition=[<b class="b3">μᾰ], ατος, τό,</b> (μαλάσσω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[emollient]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Od.</span>59</span>, Gal. 13.946, <span class="title">PCair.Goodsp.</span>30 X 6 (ii A. D.), etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[soft materials]], [[padding]], used in sieges to blunt the force of engines and weapons, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>91.7</span>, <span class="bibl">95.47</span>; μ. τῆς ἀντιτυπίας Plu.2.618f, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>70d</span>, ap. Longin.32.5; <b class="b3">μαλάγματος χάριν</b> for [[padding]], Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.49.28.10</span>; <b class="b3">μ. ἕνεκα</b>, of a shirt worn under armour, Sch.<span class="bibl">Il.21.31</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:15, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάλαγμα Medium diacritics: μάλαγμα Low diacritics: μάλαγμα Capitals: ΜΑΛΑΓΜΑ
Transliteration A: málagma Transliteration B: malagma Transliteration C: malagma Beta Code: ma/lagma

English (LSJ)

[μᾰ], ατος, τό, (μαλάσσω)    A emollient, Thphr.Od.59, Gal. 13.946, PCair.Goodsp.30 X 6 (ii A. D.), etc.    II soft materials, padding, used in sieges to blunt the force of engines and weapons, Ph.Bel.91.7, 95.47; μ. τῆς ἀντιτυπίας Plu.2.618f, cf. Pl.Ti.70d, ap. Longin.32.5; μαλάγματος χάριν for padding, Ruf. ap. Orib.49.28.10; μ. ἕνεκα, of a shirt worn under armour, Sch.Il.21.31.

German (Pape)

[Seite 88] τό, das Erweichende, bes. ein Pflaster, ein Umschlag zur Erweichung verhärteter Theile, Medic. – Uebh. ein welcher Körper, den Stoß eines harten aufzufangen u. zu schwächen, τῆς ἀντιτυπίας, Plut. Symp. 1, 2, 6; gegen Belagerungsmaschinen angewandt, Philo poliorcet.

Greek (Liddell-Scott)

μάλαγμα: τό, (μᾰλάσσω) μαλακτικὸν φάρμακον, κατάπλασμα, Θεοφρ. π. Ὀσμ. 61, κτλ. ΙΙ. μαλακὰ πράγματα, δηλ. σακκία διφθέρινα πλήρη μαλλίων ἢ φρυγάνων, ἃ μετεχειρίζοντο οἱ πολιορκούμενοι ὅπως ἀμβλύνωσι τὴν ὁρμὴν τῶν μηχανῶν καὶ ὅπλων τῶν πολεμίων, ὡς τὸ Λατ. cilicia, Φίλων. Πολιορκ. 91 καὶ 95· μ. τῆς ἀντιτυπίας Πλούτ. 2. 618F· -οὕτω καὶ ὁ Λογγῖν. ἐν 32. 5 μνημονεύει ἐκ τοῦ Πλάτ. (Τίμ. 70C) μάλαγμα, ἔνθα τὰ νῦν Ἀντίγραφα ἔχουσιν: ἅλμα μαλακόν. -Καθ’ Ἡσύχ.: «μάλαγμα· ἴαμα, ἄθροισμα, βούνισμα».

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
plastron pour amortir les coups.
Étymologie: μαλάσσω.

Greek Monolingual

το (AM μάλαγμα) μαλάσσω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μαλάζω, η μάλαξη, το μαλάκωμα
νεοελλ.
πλέγμα από σχοινιά που κρέμεται στα πλάγια μέρη του πλοίου για να εμποδίζει τις ζημιές που μπορούν να προκληθούν από πρόσκρουση σε άλλα πλοία ή στις προβλήτες
μσν.
1. κατεργασμένο μέταλλο
2. μάλαμα
μσν.-αρχ.
μαλακτικό φάρμακο, κατάπλασμα
αρχ.
κάθε μαλακό σώμα που χρησιμεύει για να αμβλύνει και να εξουδετερώνει τις προσκρούσεις με άλλο σώμα, ιδίως σάκος γεμάτος μαλλιά ή ράκη ή φρύγανα που χρησιμοποιούσαν οι πολιορκούμενοι για άμβλυνση της δύναμης πολιορκητικής μηχανής.

Russian (Dvoretsky)

μάλαγμα: ατος (ᾰλ) τό приспособление для смягчения ударов: μ. τῆς ἀντιτυπίας Plut. предохранитель для ослабления силы ударов.