Χίος: Difference between revisions
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / Χῑος, -ία, -ον, ΝΜΑ<br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) ο [[Χίος]], <i>η Χία</i>, και <i>ὁ Χῑος</i>, <i>ἡ Χία</i><br />ο [[κάτοικος]], της Χίου ή αυτός που κατάγεται από τη Χίο, [[Χιώτης]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Χίο ή αυτός που προέρχεται από τη Χίο<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[μαστίχα]] της Χίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) χιώτικο [[κρασί]]<br />β) (ενν. [[βόλος]]) ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>) «τὸ [[σχῆμα]] τοῦ κατὰ τὸν ἀστράγαλον πτώματος ἀριθμοῡ δόξαν εἶχεν, καὶ τὸ μὲν [[μονάδα]] δηλοῡν καλείται [[κύων]], τὸ δὲ ἀντικείμενον [[χιάς]], καὶ Χῑος [[οὗτος]] ὁ [[βόλος]]... oἱ δὲ πλείους τὸν μὲν ἑξίτην Κῷον, τὸν δὲ [[κύνα]] Χῑον καλεῑσθαι λέγουσιν»<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) χιώτικη [[έκδοση]] της Ιλιάδος<br />β) <b>στον πληθ.</b> (<i>αἱ</i>) <i>Χῑαι</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «Χῑαι<br />ὑποδήματος ἀνδρείου [[εἶδος]]».<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-α, -ο / Χῑος, -ία, -ον, ΝΜΑ<br />(<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) ο [[Χίος]], <i>η Χία</i>, και <i>ὁ Χῑος</i>, <i>ἡ Χία</i><br />ο [[κάτοικος]], της Χίου ή αυτός που κατάγεται από τη Χίο, [[Χιώτης]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Χίο ή αυτός που προέρχεται από τη Χίο<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[μαστίχα]] της Χίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) χιώτικο [[κρασί]]<br />β) (ενν. [[βόλος]]) ([[κατά]] τον <b>Πολυδ.</b>) «τὸ [[σχῆμα]] τοῦ κατὰ τὸν ἀστράγαλον πτώματος ἀριθμοῡ δόξαν εἶχεν, καὶ τὸ μὲν [[μονάδα]] δηλοῡν καλείται [[κύων]], τὸ δὲ ἀντικείμενον [[χιάς]], καὶ Χῑος [[οὗτος]] ὁ [[βόλος]]... oἱ δὲ πλείους τὸν μὲν ἑξίτην Κῷον, τὸν δὲ [[κύνα]] Χῑον καλεῑσθαι λέγουσιν»<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> α) χιώτικη [[έκδοση]] της Ιλιάδος<br />β) <b>στον πληθ.</b> (<i>αἱ</i>) <i>Χῑαι</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «Χῑαι<br />ὑποδήματος ἀνδρείου [[εἶδος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Χίος]], μέσω ενός <i>Χί</i>-<i>ιος</i> με [[συναίρεση]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 21:45, 29 December 2020
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, A Chios, Od.3.170, Hdt.1.142, etc.: sts. with Art., Th. 8.15,28,38,99,101. [Χῖον ἐς ἀμφιρύτην is dub. in Simon.[119]; but Χῖος is found IG2.3412.]
Greek (Liddell-Scott)
Χίος: ἡ, νῆσος ἐν τῷ Αἰγαίῳ περίφημος διὰ τὸν οἶνόν της, Ὀδ. Γ. 170, κλπ.· ὡσαύτως, ἡ πόλις τῆς Χίου, Ἡρόδ. 1. 142, Θουκ., κλπ.· ἐνίοτε μετὰ τοῦ ἄρθρου, ὁ αὐτ. 8. 15, 28, 38, 99, 101. [Παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς ῑ, Χῑον ἐς ἀμφιρύτην Ἀνθ. Παλ. 7. 510]. - Κατὰ Στέφανον τὸν Βυζάντιον: «Χίος, ἡ ἐπιφανεστάτη νῆσος τῶν Ἰώνων, ἔχουσα καὶ πόλιν ὁμώνυμον. Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ: ‘Χίος κατὰ Ἐρυθράς, ἐν δὲ πόλις Χίος’· ἀπὸ Χίου τῆς [τοῦ] Ὠκεανοῦ, ἢ ἀπὸ χιόνος τῆς ἐκεῖ γινομένης πολλῆς ἢ ἀπὸ νύμφης τῆς Χιόνης».
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
Chios, île de la côte ionienne, avec une ville du même nom.
English (Autenrieth)
Chios, island on the Ionian coast of Asia Minor, Od. 3.170, 172.
English (Strong)
of uncertain derivation; Chios, an island in the Mediterranean: Chios.
English (Thayer)
Χίου, ἡ, Chios, an island in the Aegean Sea, between Samos and Lesbos, not far from the shore of Lydia: Acts 20:15.
Greek Monolingual
-α, -ο / Χῑος, -ία, -ον, ΝΜΑ
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο Χίος, η Χία, και ὁ Χῑος, ἡ Χία
ο κάτοικος, της Χίου ή αυτός που κατάγεται από τη Χίο, Χιώτης
μσν.-αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Χίο ή αυτός που προέρχεται από τη Χίο
2. το θηλ. ως ουσ. η μαστίχα της Χίου
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. α) χιώτικο κρασί
β) (ενν. βόλος) (κατά τον Πολυδ.) «τὸ σχῆμα τοῦ κατὰ τὸν ἀστράγαλον πτώματος ἀριθμοῡ δόξαν εἶχεν, καὶ τὸ μὲν μονάδα δηλοῡν καλείται κύων, τὸ δὲ ἀντικείμενον χιάς, καὶ Χῑος οὗτος ὁ βόλος... oἱ δὲ πλείους τὸν μὲν ἑξίτην Κῷον, τὸν δὲ κύνα Χῑον καλεῑσθαι λέγουσιν»
2. το θηλ. ως ουσ. α) χιώτικη έκδοση της Ιλιάδος
β) στον πληθ. (αἱ) Χῑαι
(κατά τον Ησύχ.) «Χῑαι
ὑποδήματος ἀνδρείου εἶδος».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Χίος, μέσω ενός Χί-ιος με συναίρεση].
Greek Monotonic
Χίος: [ῐ], ἡ, Χίος, νησί στο Αιγαίο, γνωστό για το κρασί του, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, η πόλη της Χίου, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
Χίος: Anth. Χῖος ἡ Хиос (остров у берегов Ионии с городом того же названия) Hom., Her., Thuc. etc.
Middle Liddell
Χίος, ἡ,
Chios, in the Aegean, an island, famed for its wine, Od.: also the town of Chios, Hdt., Thuc.
Chinese
原文音譯:C⋯oj 希哦士
詞類次數:專有名詞(1)
原文字根:基阿
字義溯源:基阿;在小亞細亞西邊,愛琴海的東邊一小海島上的小鎮,保羅坐船曾經過那一帶地方。字義:開,投骰子
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 基阿的(1) 徒20:15