αλκή: Difference between revisions
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀλκή]])<br />η σωματική [[ισχύς]] που μετουσιώνεται σε [[δράση]]<br /><b>2.</b> ψυχική [[δύναμη]], [[ανδρεία]], [[θάρρος]], [[ευψυχία]] (σε [[διάκριση]] από τη [[ρώμη]] που σημαίνει [[απλώς]] τη σωματική [[δύναμη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακμή]] τών σωματικών δυνάμεων, [[ρώμη]], [[ευρωστία]], [[σφρίγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[δύναμη]] γενικά (π. χ. «κύματος [[ἀλκή]]»)<br /><b>2.</b> [[δύναμη]] για [[απόκρουση]] κινδύνου, [[προφύλαξη]], [[υπεράσπιση]]<br /><b>3.</b> [[βοήθεια]], [[επικουρία]]<br /><b>4.</b> [[συμπλοκή]], [[μάχη]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἁλκαί</i><br />ανδραγαθήματα, κατορθώματα<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἀλκὴν ποιοῡμαι», [[προσφέρω]] [[βοήθεια]]<br />«τρέπομαι εἰς (ή πρὸς) ἀλκήν», [[αντιστέκομαι]], [[είμαι]] [[έτοιμος]] να υπερασπίσω τον εαυτό μου.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η (Α [[ἀλκή]])<br />η σωματική [[ισχύς]] που μετουσιώνεται σε [[δράση]]<br /><b>2.</b> ψυχική [[δύναμη]], [[ανδρεία]], [[θάρρος]], [[ευψυχία]] (σε [[διάκριση]] από τη [[ρώμη]] που σημαίνει [[απλώς]] τη σωματική [[δύναμη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακμή]] τών σωματικών δυνάμεων, [[ρώμη]], [[ευρωστία]], [[σφρίγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[δύναμη]] γενικά (π. χ. «κύματος [[ἀλκή]]»)<br /><b>2.</b> [[δύναμη]] για [[απόκρουση]] κινδύνου, [[προφύλαξη]], [[υπεράσπιση]]<br /><b>3.</b> [[βοήθεια]], [[επικουρία]]<br /><b>4.</b> [[συμπλοκή]], [[μάχη]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἁλκαί</i><br />ανδραγαθήματα, κατορθώματα<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἀλκὴν ποιοῡμαι», [[προσφέρω]] [[βοήθεια]]<br />«τρέπομαι εἰς (ή πρὸς) ἀλκήν», [[αντιστέκομαι]], [[είμαι]] [[έτοιμος]] να υπερασπίσω τον εαυτό μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλκί]]. Βλ. και [[ἄλαλκε]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἄλκιμος]] <b>αρχ.</b> [[ἀλκαῖος]], [[ἀλκήεις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλκίβιος]], [[ἀλκίφρων]], [[ἀναλκής]], [[ἄναλκις]], [[ἑτεραλκής]], [[παναλκής]]<br />κύρια ονόματα <i>Ἀλκιβιάδης</i>, <i>Ἀλκιμέδων</i>, <i>Ἀλκιμένης</i>, <i>Ἀλκίνοος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:10, 29 December 2020
Greek Monolingual
η (Α ἀλκή)
η σωματική ισχύς που μετουσιώνεται σε δράση
2. ψυχική δύναμη, ανδρεία, θάρρος, ευψυχία (σε διάκριση από τη ρώμη που σημαίνει απλώς τη σωματική δύναμη
νεοελλ.
ακμή τών σωματικών δυνάμεων, ρώμη, ευρωστία, σφρίγος
αρχ.
1. η δύναμη γενικά (π. χ. «κύματος ἀλκή»)
2. δύναμη για απόκρουση κινδύνου, προφύλαξη, υπεράσπιση
3. βοήθεια, επικουρία
4. συμπλοκή, μάχη
5. στον πληθ. αἱ ἁλκαί
ανδραγαθήματα, κατορθώματα
6. φρ. «ἀλκὴν ποιοῡμαι», προσφέρω βοήθεια
«τρέπομαι εἰς (ή πρὸς) ἀλκήν», αντιστέκομαι, είμαι έτοιμος να υπερασπίσω τον εαυτό μου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλκί. Βλ. και ἄλαλκε.
ΠΑΡ. ἄλκιμος αρχ. ἀλκαῖος, ἀλκήεις.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀλκίβιος, ἀλκίφρων, ἀναλκής, ἄναλκις, ἑτεραλκής, παναλκής
κύρια ονόματα Ἀλκιβιάδης, Ἀλκιμέδων, Ἀλκιμένης, Ἀλκίνοος].