αλοιφή: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀλοιφή]])<br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο αλείφει ή αλείφεται [[κάποιος]], [[επίχρισμα]]<br /><b>2.</b> φαρμακευτικό [[παρασκεύασμα]] από [[λίπος]] και άλλες ουσίες, που χρησιμεύει για την [[επάλειψη]] του σώματος, για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς σκοπούς<br /><b>3.</b> [[μίγμα]] χρήσιμο για [[γάνωμα]], καθαρισμό, [[στίλβωμα]] ή [[επάλειψη]] διαφόρων αντικειμένων<br /><b>νεοελλ.</b><br />λέγεται μτφ. για [[κάθε]] [[παρασκεύασμα]], [[ακόμη]] και [[φαγητό]], σε ρευστή [[κατάσταση]] και με υπερβολικά [[λεία]] υφή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ζωικό [[λίπος]] και ιδιαίτ. το [[χοιρινό]] [[πάχος]]<br /><b>2.</b> [[άλειμμα]], [[επάλειψη]], [[χρωματισμός]]<br /><b>3.</b> [[εξάλειψη]], [[απαλοιφή]]<br /><b>4.</b> στη μυκην. η λ. απαντά σε [[πινακίδα]] στην Πύλο και σημαίνει «[[λάδι]] για [[επάλειψη]]», «[[αλοιφή]] από [[ελαιόλαδο]]» (μυκην. <i>a</i>-<i>ro</i>-<i>pa</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προέρχεται μεταπτωτικά από το ρ. [[ἀλείφω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀλοιφῶ</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀλοιφαῖος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλοιφεῖον]] <b>νεοελλ.</b> [[αλοιφάτος]], [[αλοιφένιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλοιφόπιτα]], <i>αλοιφοφυράματα</i>].
|mltxt=η (Α [[ἀλοιφή]])<br /><b>1.</b> αυτό με το οποίο αλείφει ή αλείφεται [[κάποιος]], [[επίχρισμα]]<br /><b>2.</b> φαρμακευτικό [[παρασκεύασμα]] από [[λίπος]] και άλλες ουσίες, που χρησιμεύει για την [[επάλειψη]] του σώματος, για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς σκοπούς<br /><b>3.</b> [[μίγμα]] χρήσιμο για [[γάνωμα]], καθαρισμό, [[στίλβωμα]] ή [[επάλειψη]] διαφόρων αντικειμένων<br /><b>νεοελλ.</b><br />λέγεται μτφ. για [[κάθε]] [[παρασκεύασμα]], [[ακόμη]] και [[φαγητό]], σε ρευστή [[κατάσταση]] και με υπερβολικά [[λεία]] υφή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ζωικό [[λίπος]] και ιδιαίτ. το [[χοιρινό]] [[πάχος]]<br /><b>2.</b> [[άλειμμα]], [[επάλειψη]], [[χρωματισμός]]<br /><b>3.</b> [[εξάλειψη]], [[απαλοιφή]]<br /><b>4.</b> στη μυκην. η λ. απαντά σε [[πινακίδα]] στην Πύλο και σημαίνει «[[λάδι]] για [[επάλειψη]]», «[[αλοιφή]] από [[ελαιόλαδο]]» (μυκην. <i>a</i>-<i>ro</i>-<i>pa</i>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. προέρχεται μεταπτωτικά από το ρ. [[ἀλείφω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀλοιφῶ</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀλοιφαῖος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλοιφεῖον]] <b>νεοελλ.</b> [[αλοιφάτος]], [[αλοιφένιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλοιφόπιτα]], <i>αλοιφοφυράματα</i>].
}}
}}

Revision as of 23:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Α ἀλοιφή)
1. αυτό με το οποίο αλείφει ή αλείφεται κάποιος, επίχρισμα
2. φαρμακευτικό παρασκεύασμα από λίπος και άλλες ουσίες, που χρησιμεύει για την επάλειψη του σώματος, για θεραπευτικούς ή καλλωπιστικούς σκοπούς
3. μίγμα χρήσιμο για γάνωμα, καθαρισμό, στίλβωμα ή επάλειψη διαφόρων αντικειμένων
νεοελλ.
λέγεται μτφ. για κάθε παρασκεύασμα, ακόμη και φαγητό, σε ρευστή κατάσταση και με υπερβολικά λεία υφή
αρχ.
1. ζωικό λίπος και ιδιαίτ. το χοιρινό πάχος
2. άλειμμα, επάλειψη, χρωματισμός
3. εξάλειψη, απαλοιφή
4. στη μυκην. η λ. απαντά σε πινακίδα στην Πύλο και σημαίνει «λάδι για επάλειψη», «αλοιφή από ελαιόλαδο» (μυκην. a-ro-pa).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. προέρχεται μεταπτωτικά από το ρ. ἀλείφω.
ΠΑΡ. ἀλοιφῶ
αρχ.
ἀλοιφαῖος
μσν.
ἀλοιφεῖον νεοελλ. αλοιφάτος, αλοιφένιος.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλοιφόπιτα, αλοιφοφυράματα].