δηξίθυμος: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diksithymos | |Transliteration C=diksithymos | ||
|Beta Code=dhci/qumos | |Beta Code=dhci/qumos | ||
|Definition=[ῐ], ον, <span class="sense"> | |Definition=[ῐ], ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[δακέθυμος]], ἔρωτος ἄνθος <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>743</span> (lyr.); comically, δ. ὀξάλμη <span class="bibl">Sopat.21</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:15, 30 December 2020
English (LSJ)
[ῐ], ον, A = δακέθυμος, ἔρωτος ἄνθος A.Ag.743 (lyr.); comically, δ. ὀξάλμη Sopat.21.
German (Pape)
[Seite 567] herznagend, ἔρωτος ἄνθος, Aesch. Ag. 722; ἅλμη, heißend, Sopat. bei Ath. III, 101 b.
Greek (Liddell-Scott)
δηξίθῡμος: -ον, = δακέθυμος, θυμοδακής, ὁ τὴν ψυχὴν δάκνων, κατατρώγων, φθείρων, ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 744· κωμικῶς, δ. ὀξάλμη Σώπατ. παρ᾿ Ἀθήν. 101Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ronge, litt. qui mord le cœur.
Étymologie: δάκνω, θυμός.
Spanish (DGE)
(δηξίθῡμος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
que muerde el alma, que roe el corazón ἔρωτος ἄνθος A.A.743, cf. Eust.1506.64
•paród. que devora el estómago, picante ὀξάλμη Sopat.21.
Greek Monolingual
δηξίθυμος, -ον (Α)
αυτός που δαγκώνει, που βασανίζει την ψυχή («δηξίθυμος ἔρως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δηξι- < (μέλλ.) δήξομαι του δάκνω + θυμός «ψυχή». Η λ. ανήκει στα σύνθετα της αρχαίας που ακολουθούν έναν αρχαϊκό σχηματισμό με α' συνθετικό ρηματικό όνομα σε -τι ή -(σ)ι- (πρβλ. αλεξίκανος, δεξίδωρος, τερψίμβροτος)].
Greek Monotonic
δηξίθῡμος: -ον, = δακέ-θυμος, λέγεται για την αγάπη, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δηξίθῡμος: Aesch. = δακέθυμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δηξίθυμος -ον [δάκνω, θυμός] hartverscheurend.