θηγαλέος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thigaleos
|Transliteration C=thigaleos
|Beta Code=qhgale/os
|Beta Code=qhgale/os
|Definition=α, ον, (θήγω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[pointed]], [[sharp]], στάλικες <span class="title">AP</span>6.109 (Antip.); [[τρύφος]] ib.7.542 (Flacc.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Act., [[sharpening]], c. gen. rei, ib.6.68 (Jul. Aegypt.):—also θηγάνεος, Hsch.</span>
|Definition=α, ον, (θήγω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[pointed]], [[sharp]], στάλικες <span class="title">AP</span>6.109 (Antip.); [[τρύφος]] ib.7.542 (Flacc.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Act., [[sharpening]], c. gen. rei, ib.6.68 (Jul. Aegypt.):—also θηγάνεος, Hsch.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:05, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηγᾰλέος Medium diacritics: θηγαλέος Low diacritics: θηγαλέος Capitals: ΘΗΓΑΛΕΟΣ
Transliteration A: thēgaléos Transliteration B: thēgaleos Transliteration C: thigaleos Beta Code: qhgale/os

English (LSJ)

α, ον, (θήγω) A pointed, sharp, στάλικες AP6.109 (Antip.); τρύφος ib.7.542 (Flacc.). II Act., sharpening, c. gen. rei, ib.6.68 (Jul. Aegypt.):—also θηγάνεος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1206] geschärft, scharf, πυρὶ θηγαλέους ὀξυπαγεῖς στάλικας Antip. Sid. 17 (VI, 109); schärfend, λίθος θηγαλέη καλάμων Iul. Aeg. 11 (VI, 68).

Greek (Liddell-Scott)

θηγᾰλέος: -α, -ον, (θήγω) ὀξύς, κοπτερός, Ἀνθ. Π. 6. 109., 7. 542. ΙΙ. ἐνεργ., ὀξύνων, ἀκονῶν, μετὰ γεν. πράγμ., αὐτόθι 6. 68· ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως ἀναφέρει θηγάνεος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 aiguisé, tranchant;
2 qui aiguise.
Étymologie: θήγω.

Greek Monolingual

θηγαλέος, -α, -ον (Α)
1. οξύς, κοφτερός
2. αυτός που ακονίζει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θήγω (πρβλ. φεύγω-φευγαλέος). Αν πρόκειται για αρχαίο τ., αποτελεί μαρτυρία για εναλλαγή τών παρεκτάσεων -αλ-αν- στο θ. θηγ- (πρβλ. λ.χ. θηγ-αν-η)].

Greek Monotonic

θηγᾰλέος: -α, -ον (θήγω),
I. ακονισμένος, κοφτερός, σε Ανθ. Π.
II. Ενεργ., αυτός που ακονίζει, που κάνει κάτι αιχμηρό, με γεν., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

θηγᾰλέος:
1) заостренный, острый (στάλιξ Anth.);
2) делающий острым, заостряющий (λίθος θηγαλέη καλάμων Anth.).

Middle Liddell

θηγᾰλέος, η, ον θήγω
I. pointed, sharp, Anth.
II. act. sharpening, c. gen., Anth.