μερικός: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=merikos | |Transliteration C=merikos | ||
|Beta Code=meriko/s | |Beta Code=meriko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[partial]], ἔκλειψις <span class="bibl">Cleom.2.6</span>, al.; [[minutely subdivided]], <b class="b3">ἐν τοῖς μερικωτέροις [κλίμασι</b>] <span class="bibl">Id.1.11</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[particular]], [[individual]], [[special]], Aristipp. ap. <span class="bibl">D.L.2.87</span>, Demetr.Lac.<span class="title">Herc.</span>1055.16, Hero <b class="b2">*Deff</b>.136.11 (Comp.), <span class="bibl">Porph.<span class="title">Sent.</span>22</span>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Gal.</span>148c</span>, etc.; <b class="b3">μ. ψυχή, νοῦς</b>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>109</span>, cf. <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>397</span>; μ. καὶ θνητὸν ζῷον <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span> 24p.474M.</span> Adv. -κῶς Gal.16.411, <span class="bibl">Porph.<span class="title">Sent.</span>22</span>, etc.; opp. [[καθολικῶς]], <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>123.1</span>: Comp. -ώτερον ib.<span class="bibl">138.9</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:05, 30 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A partial, ἔκλειψις Cleom.2.6, al.; minutely subdivided, ἐν τοῖς μερικωτέροις [κλίμασι] Id.1.11. II particular, individual, special, Aristipp. ap. D.L.2.87, Demetr.Lac.Herc.1055.16, Hero *Deff.136.11 (Comp.), Porph.Sent.22, Jul.Gal.148c, etc.; μ. ψυχή, νοῦς, Procl.Inst.109, cf. Dam.Pr.397; μ. καὶ θνητὸν ζῷον Hierocl.in CA 24p.474M. Adv. -κῶς Gal.16.411, Porph.Sent.22, etc.; opp. καθολικῶς, A.D.Adv.123.1: Comp. -ώτερον ib.138.9.
German (Pape)
[Seite 134] zum Theile gehörig, theilweise, gesondert, D. L. 2, 87 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μερῐκός: -ή, -όν, ὁ εἰς μέρος ἀνήκων, κεχωρισμένος, ἰδιαίτερος, Ἀρίστιππ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 87. - Ἐπίρρ. μερικῶς Εὐστ. 48, 31, συγκρ. μερικώτερον Α. Β. 538. 27.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑM) μερικός, -ή, -όν) μέρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέρος ενός συνόλου, ο επιμέρους, ο ειδικός, σε αντιδιαστολή προς τον γενικό (α. «η εισήγηση ήταν καλή, σε μερικά ζητήματα όμως ήταν πολύ ασαφής» β. «ἐξήτασε τὰς μερικὰς περιπτώσεις», Μαλάλ. Ι.)
2. αυτός που συμβαίνει μόνον εν μέρει, σε αντιδιαστολή προς τον ολικό («μερική έκλειψη ηλίου»)
νεοελλ.
φρ. «μερικοί μερικοί» — λέγεται ως δήλωση υπαινιγμού για ορισμένα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται μόνο αόριστα
νεοελλ.-μσν.
1. περιορισμένος σε έκταση, ένταση ή διάρκεια
2. (στον πληθ. ως αόρ. αντων.) α) ορισμένοι, κάποιοι («μερικοί αντέδρασαν έντονα στα νέα μέτρα»)
β) λίγοι, λιγοστοί
μσν.
1. ορισμένος
2. λίγος
3. ιδιαίτερος, εξαιρετικός
4. αρκετός, κάμποσος
5. συνοπτικός (α. «μερικὴ διήγησις» β. «μερικὸν χρονικόν»)
6. προσωπικός, ατομικός (οφελος μερικόν»
7. μοναδικός
8. το ουδ. ως ουσ. τὸ μερικόν
η επιμέρους εξέταση
9. (το ουδ. ως επίρρ.) (ποσοτικά ή χρονικά) λίγο.
επίρρ...
μερικώς (ΑM μερικῶς, Μ και μερικά)
από μερική άποψη, εν μέρει, λίγο, μονομερώς
νεοελλ.
περιορισμένα, ανεπαρκώς
μσν.
1. ιδιαίτερα, ξεχωριστά, μεμονωμένα
2. λεπτομερώς.
Russian (Dvoretsky)
μερῐκός: частичный Diog. L.