φιλόκαινος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filokainos | |Transliteration C=filokainos | ||
|Beta Code=filo/kainos | |Beta Code=filo/kainos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[loving novelty]] or [[innovation]], Plu.2.731b, etc.: τὸ φ. <span class="bibl">D.H. 15.6(7)</span>, <span class="bibl">Ph.2.115</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Icar.</span>24</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:30, 31 December 2020
English (LSJ)
ον, A loving novelty or innovation, Plu.2.731b, etc.: τὸ φ. D.H. 15.6(7), Ph.2.115, Luc.Icar.24.
German (Pape)
[Seite 1280] das Neue liebend; Luc. Icar. 24; Plut. Symp. 8, 9,1.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόκαινος: -ον, ὁ φιλῶν τὰ καινά, τὰ νέα, Διον. Ἁλ. Ἀποσπ. σ. 2319Ν, Πλούτ. 2. 731Β, κλπ.· ― τὸ φιλόκαινον Λουκ. Ἰκαρομ. 24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime la nouveauté ; τὸ φιλόκαινον l’amour de la nouveauté.
Étymologie: φίλος, καινός.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
1. αυτός που του αρέσει καθετί το καινούργιο, που αγαπά τους νεωτερισμούς
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόκαινον
η αγάπη για τις καινοτομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + καινός «νέος, καινούργιος»].
Greek Monotonic
φῐλόκαινος: -ον, αυτός που αγαπά τους νεωτερισμούς ή τις καινοτομίες· τὸ φιλόκαινον, αγάπη για νεωτερισμούς, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
φιλόκαινος: любящий новизну Plut.
Middle Liddell
φῐλό-καινος, ον,
loving novelty or innovation: τὸ φιλόκαινον love of novelty, Luc.