ἀσύμβλητος: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asymvlitos | |Transliteration C=asymvlitos | ||
|Beta Code=a)su/mblhtos | |Beta Code=a)su/mblhtos | ||
|Definition=Att. <b class="b3">ἀξ-</b>, ον, <span class="sense"> | |Definition=Att. <b class="b3">ἀξ-</b>, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[not addible]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span>1080b9</span>; [[not comparable]], ib.<span class="bibl">1055a7</span>; <b class="b3">ἀ. πρός τι</b> or [[τινί]], [[incomparable with]], [[far superior to]], <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>1p.31U.</span>, <span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>556</span>, cf. Plu.2.1125c. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[incommensurable]], Theo Sm.p.73H.; [[indeterminate]], μῆκος Gal.18(1).773. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> of weights or measures, [[not true according to the standard]], IG2.476.17. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[not to be guessed]], [[unintelligible]], ἀξύμβλητον ἀνθρώπῳ μαθεῖν <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>694</span>, cf. <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>6.60</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> [[unsocial]], ἄπλατον ἀξ. <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>387</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:25, 31 December 2020
English (LSJ)
Att. ἀξ-, ον, A not addible, Arist.Metaph.1080b9; not comparable, ib.1055a7; ἀ. πρός τι or τινί, incomparable with, far superior to, Epicur.Ep.1p.31U., Fr.556, cf. Plu.2.1125c. 2 incommensurable, Theo Sm.p.73H.; indeterminate, μῆκος Gal.18(1).773. 3 of weights or measures, not true according to the standard, IG2.476.17. II not to be guessed, unintelligible, ἀξύμβλητον ἀνθρώπῳ μαθεῖν S.Tr.694, cf. Ael.NA6.60. III unsocial, ἄπλατον ἀξ. S.Fr.387.
German (Pape)
[Seite 380] 1) nicht zu vergleichen, ungleich, Arist. Metaph. 12, 8 Plut. adv. Col. 31; μέτρον, nicht geaicht, Inscr. 128, vgl. Böckh Staatsh. II p. 344. – 2) nicht zu errathen, unverständlich, Soph. Tr. 691 Ael. H. A. 6, 60.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύμβλητος: -ον, ὁ μὴ συγκρινόμενος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συγκρίνῃ, νὰ παραβάλῃ πρὸς ἕτερον, ἀπαράβλητος, πλὴν τοῦ πάσας τὰς μονάδας εἶναι ἀσυμβλήτους Ἀριστ. Μεταφ. 12. 6, 2 καὶ 4· ἐπὶ μέτρων καὶ σταθμῶν, μὴ παραβεβλημένος, ἀσύμφωνος πρὸς τὸ πρότυπον ἢ ἐπίσημον βάρος ἢ μέτρον, ὅπως μηθεὶς τῶν πωλούντων τι ἢ ὠνουμένων ἀσυμβλήτῳ μέτρῳ ἢ σταθμῷ χρῆται, ἀλλὰ δικαίοις Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 17· ἀσ. πρός... Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10, 83· πρβλ. κ. Ἡσύχ. ἐν λέξει. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ εἰκάσῃ, ἀκατάληπτος, δέρκομαι φάτιν ἄφραστον, ἀξύμβλητον ἀνθρώπῳ μαθεῖν Σοφ. Τρ. 694, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 6. 60. ΙΙΙ. ἀσυνάντητος, ἀκοινώνητος, «ᾧ οὐκ ἔστιν ἀπαντῆσαι» (Εὐστ. 1405, 57), Σοφ. Ἀποσπ. 350.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu’on ne peut comparer avec, τινι;
2 qu’on ne peut conjecturer ou comprendre.
Étymologie: ἀ, συμβάλλω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀξύμ- S.Tr.694
I mal comparado, mal calibrado de pesos y medidas IG 22.1013.17.
II 1que no se puede comparar τὰ μὲν γὰρ γένει διαφέροντα ... ἀπέχει πλέον καὶ ἀσύμβλητα Arist.Metaph.1055a7
•c. dat. ἔνια δὲ ὅλως ἀσύμβλητα τοῖς ἡμέροις ἐστί Thphr.HP 7.6.4, cf. Plu.2.1125c
•c. πρός y ac. ἀσύμβλητος ... πρὸς τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπους Epicur.Ep.[2] 83.3.
2 que no se puede conjeturar o adivinar ἀξύμβλητον ἀνθρώπῳ μαθεῖν S.l.c.
•que no se puede calcular, incalculable τὸ πλῆθος τό τ' ἐν τοῖς ἀρρωστήμασιν ὑπάρχον ... ἀσύμβλητον Arist.PA 677a11, μῆκος Gal.18(1).773, cf. Theo Sm.p.73.
3 que no admite trato, insociable de pers. ἄπλατον ἀξύμβλητον S.Fr.387.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀσύμβλητος και ἀξύμβλητος, -ον) συμβάλλω
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει συνάψει συμβόλαιο ή σύμβαση
αρχ.
1. αυτός που δεν επιδέχεται παραβολή, ο ασύγκριτος
2. αυτός που κανείς δεν μπορεί να τον καταλάβει, ο ακατάληπτος, ο ακατανόητος
3. ακοινώνητος, μοναχικός.
Greek Monotonic
ἀσύμβλητος: αρχ. Αττ. ἀ-ξύμβλητος, -ον (συμβάλλω), αυτός που δεν μπορεί να συγκριθεί, απαράμιλλος, αμίμητος, ασυναγώνιστος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσύμβλητος: староатт. ἀξύμβλητος
1) несравнимый, несоизмеримый (τινι Arst., Plut. и πρός τι Diog. L.);
2) недоступный, неуловимый (μαθεῖν Soph.).
Middle Liddell
συμβάλλω
not to be guessed, unintelligible, Soph.