ἄγη: Difference between revisions
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=agi | |Transliteration C=agi | ||
|Beta Code=a)/gh | |Beta Code=a)/gh | ||
|Definition=Dor. ἄγᾱ [ᾰγ], ἡ<span class="sense"> | |Definition=Dor. ἄγᾱ [ᾰγ], ἡ<span class="sense"><span class="bld">A</span>, (ἄγαμαι) [[wonder]], [[amazement]], Hom. only in phrase ἄγη μ' ἔχει <span class="bibl">Il.21.221</span>, <span class="bibl">Od.3.227</span>, <span class="bibl">16.243</span>: glossed by <b class="b3">τιμή, σεβασμός</b>, Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[envy]], [[malice]], Φθόνῳ καὶ ἄγῃ χρεώμενος <span class="bibl">Hdt.6.61</span>; of the gods, [[jealousy]], μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάσῃ <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span> 131</span>: pl. [[ἄγαις]], = [[ζηλώσεσιν]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>85</span>.</span><br /><span class="bld">ἄγη</span>, Ep. for [[ἐάγη]], v. sub [[ἄγνυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:00, 1 January 2021
English (LSJ)
Dor. ἄγᾱ [ᾰγ], ἡA, (ἄγαμαι) wonder, amazement, Hom. only in phrase ἄγη μ' ἔχει Il.21.221, Od.3.227, 16.243: glossed by τιμή, σεβασμός, Hsch. II envy, malice, Φθόνῳ καὶ ἄγῃ χρεώμενος Hdt.6.61; of the gods, jealousy, μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάσῃ A.Ag. 131: pl. ἄγαις, = ζηλώσεσιν, Id.Fr.85.
ἄγη, Ep. for ἐάγη, v. sub ἄγνυμι.
German (Pape)
[Seite 13] (ἄγαμαι), ἡ, Bewunderung, Staunen, Hom. dreimal, in der Vbdg ἄγη μ' ἔχει, Iliad. 21, 221 Odyss. 3, 227. 16, 243. – Her. verb. es mit φθόνος 6, 61; Neid, Aesch. Ag. 130, ἄγα θεόθεν, Em. für ἄτη, wie nach Herm. Em. auch 712 μηλοφόνοισιν ἄγαισι für die Lesart der mss. ἄταις gelesen wird, wohl nicht richtig!
Greek (Liddell-Scott)
ἄγη: Δωρ. ἄγᾱ [ᾰγ], ἡ, (ὅρα ἐν λ. ἄγαμαι) θαυμασμός, ἔκπληξις, φόβος, φρίκη, θάμβος, παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ φράσει ἄγη μ’ ἔχει, Ἰλ. Φ. 221. Ὀδ. Γ., 227, Π, 243. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «θάμβος, ἔκπληξις», ἀναφέρει δὲ καὶ πληθ. ἄγαις (= ζηλώσεσιν) ἐν Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 81· ἐν Σοφ. Ἀντ. 4 ὁ Κοραῆς ἀναγινώσκει οὐδέν.. ἄγης ἄτερ, ἀντὶ τοῦ κοιν. ἄτης. ΙΙ. φθόνος, κακία, μῖσος, φθόνῳ καὶ ἄγῃ χρεώμενος, Ἡρόδ. 6, 61· καὶ ἐπὶ θεῶν, ζηλοτυπία, μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάσῃ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 131. – Ἀμφοτέρας τὰς σημασ. ἔχει καὶ τὸ ῥῆμα ἄγαμαι, ἐν ᾧ τὸ ἀγαίομαι ἔχει μόνην τὴν δευτέραν. 1) τεθλασμένον τεμάχιον, σύντριμμα, ἀγαῖσι κωπῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 425, πρὸς ἁρμάτων τ’ ἀγαῖσι, Εὐρ. Ἱκ. 693. 2) κύματος ἀγή, = κυματωγή, τὸ μέρος ἔνθα τὸ κῦμα συντρίβεται, ἡ ἀκτή, Ἀπολλ. Ῥοδ. 1, 554., 4, 941. 3) καμπή, λύγισμα, ὄφιος ἀγή, Ἄρατ. 688: - ἐξ οὗ ὁ Böckh ἀναγινώσκει ἀγάν, (ἀντὶ ἄγαν), ἐν Πινδ. Π. 2. 151 (82), μὲ τὴν ἔννοια: σκολιοὶ τρόποι, ἀπάτη. 4) πληγή, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
1ης (ἡ) :
1 admiration, étonnement, horreur;
2 envie, jalousie.
Étymologie: ἄγαμαι.
23ᵉ sg. ao.2 Pass. poét. de ἄγνυμι.
3pl. de ἄγος ¹.
English (Autenrieth)
astonishment; ἄγη μ' ἔχει = ἄγαμαι, Il. 21.221.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): dór. ἄγᾱ A.A.131
• Prosodia: [ᾰ-]
1 estupor, asombro, ἄγη μ' ἔχει Il.21.221, Od.3.227, 16.243, ἄγη ... παρὰ δὲ τοῖς τραγικοῖς· τιμή, σεβασμός Hsch.
2 celos φθόνῳ καὶ ἄγῃ χρεώμενος Hdt.6.61, μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάσῃ A.A.131, cf. Fr.294.
• Etimología: De *m̥geHu̯2, cf. ἀγα-, ἀγαυός, y c. otro vocalismo μέγα.
Greek Monotonic
ἄγη: Δωρ. ἄγᾱ[ᾰγ], ἡ, (ἄγαμαι),
I. έκπληξη, θαυμασμός, σε Όμηρ.
II. ζήλια, φθόνος, κακία, σε Ηρόδ.· λέγεται και σχετικά με τους θεούς, ζηλοτυπία, σε Αισχύλ.
• ἄγη: Επικ. αντί ἐάγη, γʹ ενικ. Παθ. αορ. βʹ του ἄγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἄγη:
I дор. ἄγᾱ (ᾰγ) ἡ
1) удивление, изумление: ἄ. μ᾽ ἔχει Hom. я поражен;
2) недоброжелательство, ненависть; φθόνῳ καὶ ἄγῃ χρεώμενος Her. движимый завистью и злобой; ἀ. θεόθεν Aesch. небесный гнев.
II (= ἐάγη) эп. 3 л. sing. aor. 2 pass. к ἄγνυμι.
Frisk Etymological English
See also: ἀγα-
Middle Liddell
ἄγαμαι
I. wonder, awe, amazement, Hom.
II. envy, malice, Hdt.; and of the gods, jealousy, Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἄγη ep. indic. aor. pass. 3 sing. van ἄγνυμι.
ἄγη nom. en acc. n. plur. van ἄγος.
ἄγη -ης, ἡ, Dor. ἄγα [ἀγα-]
1. Hom. verbazing, verwondering, alleen in. ἄγη μ ’ ἔχει verbazing heeft mij in haar greep Il. 21.221 etc.
2. later ongunstig afgunst, jaloezie.
Frisk Etymology German
ἄγη: {ágē}
See also: s. ἀγα-
Page 1,10