ἐπιγνάμπτω: Difference between revisions
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epignampto | |Transliteration C=epignampto | ||
|Beta Code=e)pigna/mptw | |Beta Code=e)pigna/mptw | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[curve]], [[bend]], ἆξαι ἐπιγνάμψας δόρυ <span class="bibl">Il.21.178</span>; ἐπεγνάμπτοντο δὲ κῶπαι <span class="bibl">A.R. 2.591</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span>. metaph., <b class="b2">bow, bend to one's purpose</b>, <b class="b3">ἐπέγναμψεν ἅπαντας</b> Ἥρη λισσομένη <span class="bibl">Il.2.14</span>; ἐπιγνάμψασα φίλον κῆρ <span class="bibl">1.569</span>; [[ἐπιγνάμπτει]] νόον ἐσθλῶν <span class="bibl">9.514</span>:—Med., <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>363</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:15, 1 January 2021
English (LSJ)
A curve, bend, ἆξαι ἐπιγνάμψας δόρυ Il.21.178; ἐπεγνάμπτοντο δὲ κῶπαι A.R. 2.591. II. metaph., bow, bend to one's purpose, ἐπέγναμψεν ἅπαντας Ἥρη λισσομένη Il.2.14; ἐπιγνάμψασα φίλον κῆρ 1.569; ἐπιγνάμπτει νόον ἐσθλῶν 9.514:—Med., Nic.Al.363.
German (Pape)
[Seite 932] ein-, umbiegen, krümmen, δόρυ Il. 21, 178; ἐπεγνάμπτοντο δὲ κῶπαι Ap. Rh. 2, 591; im med., Nic. Al. 363. – Uebtr., herumlenken, umstimmen, ἐπέγναμψεν γὰρ ἅπαντας Ἥρη λισσομένη Il. 2, 14; φίλον κῆρ, das eigene Herz im Zaum halten, mäßigen, 1, 569, Schol. πραΰνουσα; νόον ἐσθλῶν, den Sinn der Edlen lenken, 9, 514; ἦτορ Orph. Vgl. ἐπικνάμπτω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιγνάμπτω: μέλλ. -ψω, κάμπτω, λυγίζω, ἤθελε… ἆξαι ἐπιγνάμψας δόρυ Ἰλ. Φ. 178· ἐπεγνάμπτοντο δὲ κῶπαι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 591. II. μεταφ., κάμπτω, μαλάσσω, καταπραΰνω, ἐπέγναμψεν γὰρ ἅπαντας Ἥρη λισσομένη Ἰλ. Β. 14· ἐπιγνάμψασα φίλον κῆρ Α. 569· ἐπεγνάμπτει νόον ἐσθλῶν Ι. 514 (510).- Καθ’ Ἡσύχιον «ἐπιγνά(μ)ψω· ἐπικλάσω» καὶ «ἐπιγνά(μ)ψασα· ἐπικατακλάσασα. συμπείσασα. στυγνάσασα».- Μεσ., Νικ. Ἀλεξιφ. 363.
French (Bailly abrégé)
courber, plier, fléchir ; fig. faire fléchir la résolution, la volonté (de qqn).
Étymologie: ἐπί, γνάμπτω.
English (Autenrieth)
aor. ἐπέγναμψα: bend over; δόρυ, Il. 21.178; met., bend, ‘change,’ ‘bow’ the will, Il. 2.14, Il. 9.514, Il. 1.569.
Greek Monolingual
ἐπιγνάμπτω (Α)
1. κάμπτω, λυγίζω
2. κάνω κάποιον να λυγίσει, να αλλάξει γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γνάμπτω «κάμπτω»].
Greek Monotonic
ἐπιγνάμπτω: μέλ. -ψω, λυγίζω προς κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., υποκλίνομαι ή λυγίζω, σκύβω, υποκύπτω στην πρόθεση, στον σκοπό κάποιου, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιγνάμπτω:
1) сгибать (δόρυ Hom.);
2) перен. склонять на свою сторону: ἐπέγναμψεν ἅπαντας λισσομένη Hom. она упросила всех своими мольбами;
3) смирять: ἐπιγνάμψασα φίλον κῆρ Hom. смирившись сердцем.
Middle Liddell
fut. ψω
to bend towards one, Il.:—metaph. to bow or bend to one's purpose, Il.