ἔκπλεος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekpleos | |Transliteration C=ekpleos | ||
|Beta Code=e)/kpleos | |Beta Code=e)/kpleos | ||
|Definition=ον neut. pl. <span class="sense"> | |Definition=ον neut. pl. <span class="sense"><span class="bld">A</span> ἔκπλεα <span class="bibl">D.C.38.20</span> : poet.ἔκπλειος, α, ον : Att. ἔκπλεως, ων :—[[quite full]] of a thing, c. gen., <b class="b3">δαιτός, βορᾶς</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Cyc.</span>247</span>, <span class="bibl">416</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[complete]], εὖρος τρίγυον <span class="title">Tab.Heracl.</span>2.31 ; of a number of soldiers, ἱππεῖς ἔκπλεῳ..εἰς τοὺς μυρίους <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>6.2.7</span> ; [[abundant]], [[copious]], [[ἐπιτήδεια]] ib.<span class="bibl">1.6.7</span>, cf. D.C. l.c.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:20, 1 January 2021
English (LSJ)
ον neut. pl. A ἔκπλεα D.C.38.20 : poet.ἔκπλειος, α, ον : Att. ἔκπλεως, ων :—quite full of a thing, c. gen., δαιτός, βορᾶς, E.Cyc.247, 416. 2 complete, εὖρος τρίγυον Tab.Heracl.2.31 ; of a number of soldiers, ἱππεῖς ἔκπλεῳ..εἰς τοὺς μυρίους X.Cyr.6.2.7 ; abundant, copious, ἐπιτήδεια ib.1.6.7, cf. D.C. l.c.
German (Pape)
[Seite 773] α, ον, att. ἔκπλεως, ων, aus-, angefüllt, voll von Etwas, τινός, δαιτός, βορᾶς, Eur. Cycl. 247. 416; vollständig, hinreichend, μισθός, ἐπιτήδεια, Xen. An. 7, 5, 9 Hell. 3, 2, 11; ἱππεῖς ἔκπλεῳ ἦσαν εἰς μυρίους, vollzählig, Cyr. 6, 2, 7; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκπλεος: ποιητ. ἔκπλειος, α, ον, Ἀττ. ἔκπλεως, ων· ― ἐντελῶς πλήρης πράγματός τινος, μετὰ γεν., δαιτός, βορᾶς Εὐρ. Κύκλ. 247, 416. 2) πλήρης, «σωστός», ἐπὶ ἀριθμοῦ στρατιωτῶν, ἱππεῖς ἔκπλεω... εἰς τοὺς μυρίους Ξεν. Κύρ. 6. 2, 7· ἄφθονος, πολύς, αὐτόθι 1. 6, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἔκπλεως.
Greek Monolingual
ἔκπλεος, -ον και ποιητικός τ. ἔκπλειος -α, -ον, αττ. τ. ἔκπλεως, -ων (Α)
1. πλήρης
2. εντελώς πλήρης
3. άφθονος.
Greek Monotonic
ἔκπλεος: ποιητ. -πλειος, -α, -ον, Αττ. -πλέως, -ων·
1. αυτός που είναι τελείως γεμάτος από κάτι, ξέχειλος, με γεν., σε Ευρ.
2. ολοκληρωμένος, πλήρης, επαρκής, λέγεται για τον αριθμό στρατεύματος, σε Ξεν.· άφθονος, πολύς, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἔκπλεος: и ἔκπλεως 2, gen. ωνος
1) досл. полный, переполненный, перен. насыщенный (βορᾶς Eur.): ἀπέχειν ἔκπλεω τὴν δίκην Plut. (полностью) отомстить; ἱππεῖς ἔκπλεῳ ἦσαν εἰς τοὺς μυρίους Xen. число всадников было доведено до полных десяти тысяч;
2) обильный (ἐπιτήδεια, μισθός Xen.).
Middle Liddell
1. quite full of a thing, c. gen., Eur.
2. complete, of a body of soldiers, Xen.: abundant, Xen.