τάμισος: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu

Menander, Monostichoi, 523
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τά˘μῐσος, ἡ,<br />rennet, Theocr.
|mdlsjtxt=τᾰ́μῐσος, ἡ,<br />rennet, Theocr.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''τάμισος''': {támisos}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Lab]] (Hp., Theok., Nik.)<br />'''Derivative''': mit [[ταμισίνης]] [[τυρός]] [[mit Lab zubereiteter Käse]] (Diokl. ''Fr''.; wie [[ὀξίνης]] u.a.), -ιον n. = ''coagulum'' (Gloss.).<br />'''Etymology''' : Zu ταμεῖν mit demselben Ausgang wie in [[μάδισος]], [[κύτισος]] (vgl. Chantraine Form. 435, Schwyzer 516f.). Die Bed. entwicklung erhellt aus γαλατμόν = [[λάχανον]] ἄγριον (als Labmittel) und aus σχίζειν τὸ [[γάλα]] [[die Milch gerinnen machen]] (Dsk.). Fick BB 28, 108.<br />'''Page''' 2,850-851
|ftr='''τάμισος''': {támisos}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Lab]] (Hp., Theok., Nik.)<br />'''Derivative''': mit [[ταμισίνης]] [[τυρός]] [[mit Lab zubereiteter Käse]] (Diokl. ''Fr''.; wie [[ὀξίνης]] u.a.), -ιον n. = ''coagulum'' (Gloss.).<br />'''Etymology''' : Zu ταμεῖν mit demselben Ausgang wie in [[μάδισος]], [[κύτισος]] (vgl. Chantraine Form. 435, Schwyzer 516f.). Die Bed. entwicklung erhellt aus γαλατμόν = [[λάχανον]] ἄγριον (als Labmittel) und aus σχίζειν τὸ [[γάλα]] [[die Milch gerinnen machen]] (Dsk.). Fick BB 28, 108.<br />'''Page''' 2,850-851
}}
}}

Revision as of 10:15, 4 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰμῐσος Medium diacritics: τάμισος Low diacritics: τάμισος Capitals: ΤΑΜΙΣΟΣ
Transliteration A: támisos Transliteration B: tamisos Transliteration C: tamisos Beta Code: ta/misos

English (LSJ)

ἡ, A rennet, Hp.Mul.2.192; δέρμα νέας ταμίσοιο ποτόσδον Theoc.7.16, cf. 11.66, Nic.Th.577, al.

German (Pape)

[Seite 1066] ἡ, dor. für πυτία, Lab, δέρμα νέας ταμίσοιο ποτόσδον, Theocr. 7, 16, das Fell roch nach frischem Lab, mit dem es bereitet war.

Greek (Liddell-Scott)

τάμῐσος: [ᾰ], ἡ, Δωρ. λέξ. ἀντὶ πυετία, ἡ πυτία, δέρμα νέας ταμίσοιο ποτόσδον Θεόκρ. 7. 16., 11. 66, Νίκ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
présure.
Étymologie: DELG ταμεῖν de τέμνω ; cf. σχίζειν τὸ γάλα « trancher le lait ».

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
πυτιά («τυρὸν πᾱξαι τάμισον δριμεῑαν ἐνεῑσα», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα ταμ- του τέμνω (πρβλ. αόρ. β' ἔταμ-ον) με επίθημα -σος, που απαντά σε ονομασίες φυτών ή οργάνων (πρβλ. κύτισος, μάδισος). Η σημασιολογική σύνδεση του τ. με το ρ. τέμνω δικαιολογείται από το γεγονός ότι η πυτιά είναι ένζυμο που βοηθά στην πήξη του γάλακτος, δηλ. στον διαχωρισμό (από όπου η σημ. του τέμνω) της τυρώδους ουσίας από τον ορό (πρβλ. και τη φρ. σχίζω γάλα με σημ. «πήζω γάλα» ή τη φρ. το γάλα έκοψε ή κόπηκε, που δηλώνει ακριβώς την ίδια διεργασία διαχωρισμού σε τυρώδη ουσία και ορό του γάλακτος που δεν είναι φρέσκο και έχει υποστεί ζύμωση].

Greek Monotonic

τάμῐσος: [ᾰ], ἡ, πυτιά (ένζυμο που το χρησιμοποιούν οι τυροκόμοι για το πήξιμο του τυριού), σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

τάμῐσος: (ᾰ) ἡ (= атт. πυτία) молочная закваска, сычуг Theocr.

Middle Liddell

τᾰ́μῐσος, ἡ,
rennet, Theocr.

Frisk Etymology German

τάμισος: {támisos}
Grammar: f.
Meaning: Lab (Hp., Theok., Nik.)
Derivative: mit ταμισίνης τυρός mit Lab zubereiteter Käse (Diokl. Fr.; wie ὀξίνης u.a.), -ιον n. = coagulum (Gloss.).
Etymology : Zu ταμεῖν mit demselben Ausgang wie in μάδισος, κύτισος (vgl. Chantraine Form. 435, Schwyzer 516f.). Die Bed. entwicklung erhellt aus γαλατμόν = λάχανον ἄγριον (als Labmittel) und aus σχίζειν τὸ γάλα die Milch gerinnen machen (Dsk.). Fick BB 28, 108.
Page 2,850-851