λαθραῖος: Difference between revisions
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α | |mltxt=-α, -ο (Α λαθραῖος, -ον, θηλ. και -α)<br />αυτός που γίνεται [[μυστικά]], [[κρυφά]], που διαφεύγει την [[προσοχή]] τών ἄλλων (α. «[[λαθραίος]] [[έρωτας]]» β. «ἀλλὰ καὶ λαθραῖον θάνατον ἐπεβούλευσε Καλλία», Ανδοκ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) α) <i>το λαθραίο</i><br />στριφτό, χειροποίητο [[τσιγάρο]] με αδασμολόγητο καπνό<br />β) τα [[λαθραία]]<br />τα εμπορεύματα που δεν δηλώθηκαν στο [[τελωνείο]] και δεν υποβλήθηκαν στον νόμιμο δασμό<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>βοτ.</b> η [[λαθραία]]<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[οροβαγχίδες]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λαθραίως]] και [[λαθραία]] (Α [[λαθραίως]])<br />[[κρυφά]], [[μυστικά]], [[λάθρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εν αγνοίᾳ κάποιου («[[λαθραίως]] τῆς μητρός», Αλκίφρ.)<br /><b>2.</b> αθέλητα, ακούσια («οὖρα... προϊόντα [[λαθραίως]]», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[χωρίς]] προφανή [[αιτία]] («[[λαθραίως]] τελευτῶσι», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λάθρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ιος</i>. Ως επιστημον. όρος της βοτανικής [[είναι]] αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>lathraea</i> <span style="color: red;"><</span> [[λαθραία]], θηλ. του [[λαθραίος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:45, 14 March 2021
English (LSJ)
ον, also α, ον Eub. 67.8, Lyc. 1198: — secret, clandestine, ἄτη λ. A. Ag. 1230; εἰσδέδεγμαι πημονὴν… λαθραῖον, of a person, S. Tr. 377; λ. ὃς ἀσκεῖ κακά practises secret frauds, ib. 384, cf. Arist. EN 1131a6; λ. ὠδίς one born in secret child-birth, E. Ion 45; λ. θάνατον ἐπιβουλεύειν τινί And. 4.15; λ. Κύπρις Eub. l.c.; Comp. λαθραιότερον, γένος Pl. Lg. 781a. Adv. -αίως A. Pr. 1077 (anap.), E. El. 26, etc.; Sup., ὡς μάλιστα δύνανται λαθραιότατα Antipho 1.28. λ. τῆς μητρός clam matre, f.l. for λάθρᾳ in Alciphr. 3.27.
involuntarily, οὖρα… προϊόντα λ. Hp. Coac. 136; without obvious cause, λ. τελευτῶσι Id. Prorrh. 1.128.
German (Pape)
[Seite 6] auch 2 Endgn, heimlich, verstohlen, vor Jemand verborgen, δίκην ἄτης λαθραίου, Aesch. Ag. 1203; τὰ δὲ λαθραῖ' ὃς ἀσκεῖ μὴ πρέποντ' αὐτῷ κακά Soph. Trach. 383, öfter; λαθραῖον ὠδῖνα, Eur. Ion 45; δόλοις λαθραίοις, Ar. Ran. 1143 u. sp. D.; λαθραία κύπρις, Euhul. bei Ath. XIII, 569 a; u. in Prosa, λαθραῖον θάνατον ἐπιβουλεύειν τινί, Meuchelmord, Andoc. 4, 15; λαθραιότερον γένος, Plat. Legg. VI, 781 a. – Häufiger noch im adv., οὐκ ἐξαίφνης ἀλλὰ λαθραίως, Aesch. Prom. 1079; Eur. u. Folgde; ὡς μάλιστα δύνανται λαθραιότατα Antiph. 1, 28. – Auch c. gen., λαθραίως τῆς μητρός, ohne Wissen der Mutter, Alciphr. 3, 27.
Greek (Liddell-Scott)
λαθραῖος: -ον, ὡσαύτως, -α, -ον, Εὔβουλ. ἐν «Ναννίῳ» 1. 8, Λυκόφρ. 1198· - μυστικός, κρύφιος, κεκαλυμμένος, ἀπόκρυφος, ἄτη λ. Αἰσχύ. Ἀγ. 1230· ἐσδέδεγμαι πημονήν... λαθραῖον, ἐπὶ προσώπου, Σοφ. Τρ. 377· λ. ὃς ἀσκεῖ κακά, ἐξασκεῖ κρυφίας, μυστικὰς ἀπάτας, αὐτόθι 384· λ. ὠδίς, ὁ γεννηθεὶς ἐν λαθραίῳ τοκετῷ, Εὐρ. Ἴων. 45· λ. θάνατον ἐπιβουλεύειν τινὶ Ἀνδοκ. 31. 2· λ. Κύπρις Εὔβουλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· συγκρ., λαθραιότερον γένος Πλάτ. Νόμ. 781Α. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, Αἰσχύλ. Πρ. 1078, Εὐρ. Ἠλ. 26, κτλ.· ὑπερθ., ὡς μάλιστα δύνανται λαθραιότατα Ἀντιφῶν 114. 26. 2) λ. τῆς μητρός, clam matre, Ἀλκίφρων 3. 27.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
qui échappe à l’attention : clandestin, secret, furtif.
Étymologie: λάθρα.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α λαθραῖος, -ον, θηλ. και -α)
αυτός που γίνεται μυστικά, κρυφά, που διαφεύγει την προσοχή τών ἄλλων (α. «λαθραίος έρωτας» β. «ἀλλὰ καὶ λαθραῖον θάνατον ἐπεβούλευσε Καλλία», Ανδοκ.)
νεοελλ.
1. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) α) το λαθραίο
στριφτό, χειροποίητο τσιγάρο με αδασμολόγητο καπνό
β) τα λαθραία
τα εμπορεύματα που δεν δηλώθηκαν στο τελωνείο και δεν υποβλήθηκαν στον νόμιμο δασμό
2. το θηλ. ως ουσ. βοτ. η λαθραία
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας οροβαγχίδες.
επίρρ...
λαθραίως και λαθραία (Α λαθραίως)
κρυφά, μυστικά, λάθρα
αρχ.
1. εν αγνοίᾳ κάποιου («λαθραίως τῆς μητρός», Αλκίφρ.)
2. αθέλητα, ακούσια («οὖρα... προϊόντα λαθραίως», Ιπποκρ.)
3. χωρίς προφανή αιτία («λαθραίως τελευτῶσι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρα + -ιος. Ως επιστημον. όρος της βοτανικής είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lathraea < λαθραία, θηλ. του λαθραίος].
Greek Monotonic
λαθραῖος: -ον, μυστικός, κρυφός, απόκρυφος, σε Αισχύλ., Σοφ.· λαθραῖος ὠδίς, αυτός που γεννήθηκε κρυφά, σε Ευρ.· επίρρ., λαθραίως, σε Αισχύλ., κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
λαθραῖος: и
1) спрятанный, укрытый (ὑφ᾽ εἵμασι ξίφη Eur.);
2) тайный, сокрытый (ὠδίς Eur.); втайне подготовляемый (ἄτη Aesch.);
3) скрытный (γένος Plat.).
Middle Liddell
λαθραῖος, ον
secret, covert, clandestine, furtive, Aesch., Soph.; λ. ὡδί one born in secret child-birth, Eur.:— adv. -ως, Aesch., etc.