φορτώνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(45)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=φορτῶ, -όω, ΝΜΑ [[φόρτος]]<br />[[τοποθετώ]] [[φορτίο]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], λ.χ. ζώο, μεταφορικό [[μέσο]], [[έπιπλο]] (α. «[[φορτώνω]] τη [[βάρκα]] [το [[αυτοκίνητο]], το [[μουλάρι]], το [[τραπέζι]]]» β. «βωμόν τε παμμεγέθη σχίζαις μυρίαις φορτώσαντες», Ηλιόδ.<br />γ. «...τὸ μὲν μικρὸν πλοῑον φορτοῡσθαι ἕως ἡμερων [[δεκαπέντε]]», Επιφ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[επιβαρύνω]] κάποιον, του [[επιβάλλω]] να κάνει [[κάτι]] ενοχλητικό ή κουραστικό («μέ φόρτωσε με περισσότερη δουλειά»)<br />β) [[γεμίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] (α. «μάς φόρτωσε ψείρες» β. «φόρτωσε το [[ψυγείο]] με τρόφιμα»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με ηλεκτρον. υπολογιστή) [[μεταφέρω]] πληροφορίες και προγράμματα από δισκέτα στη [[μνήμη]]<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[δέχομαι]] [[φορτίο]], [[παίρνω]] [[φορτίο]], φορτώνομαι («το [[καράβι]] φορτώνει και [[αύριο]] φεύγει για την [[Κρήτη]]»)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>φορτώνομαι</i><br /><b>μτφ.</b> [[γίνομαι]] [[βάρος]] σε κάποιον, [[γίνομαι]] [[ενοχλητικός]] («μού φορτώθηκε στα καλά καθούμενα»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «τά φόρτωσε στον κόκορα» — δεν ενδιαφέρεται [[καθόλου]], δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καταπιέζω]], [[ενοχλώ]] («[[οὔτε]] [[κρύος]] αὐτοὺς ἐφόρτου», Επιφ.)<br /><b>2.</b> [[σηκώνω]] [[βάρος]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>φορτοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[είμαι]] [[έγκυος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[γεμίζω]], [[πλημμυρίζω]] («ἐφόρτωσεν ἡμῶν τὰς ἀκοὰς Ἰωάννης καταπληκτικοῖς λόγοις», Ιωάνν. Χρυσ.).
|mltxt=φορτῶ, -όω, ΝΜΑ [[φόρτος]]<br />[[τοποθετώ]] [[φορτίο]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], λ.χ. ζώο, μεταφορικό [[μέσο]], [[έπιπλο]] (α. «[[φορτώνω]] τη [[βάρκα]] [το [[αυτοκίνητο]], το [[μουλάρι]], το [[τραπέζι]]]» β. «βωμόν τε παμμεγέθη σχίζαις μυρίαις φορτώσαντες», Ηλιόδ.<br />γ. «...τὸ μὲν μικρὸν πλοῑον φορτοῡσθαι ἕως ἡμερων [[δεκαπέντε]]», Επιφ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) [[επιβαρύνω]] κάποιον, του [[επιβάλλω]] να κάνει [[κάτι]] ενοχλητικό ή κουραστικό («μέ φόρτωσε με περισσότερη δουλειά»)<br />β) [[γεμίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] (α. «μάς φόρτωσε ψείρες» β. «φόρτωσε το [[ψυγείο]] με τρόφιμα»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με ηλεκτρον. υπολογιστή) [[μεταφέρω]] πληροφορίες και προγράμματα από δισκέτα στη [[μνήμη]]<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[δέχομαι]] [[φορτίο]], [[παίρνω]] [[φορτίο]], φορτώνομαι («το [[καράβι]] φορτώνει και [[αύριο]] φεύγει για την [[Κρήτη]]»)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>φορτώνομαι</i><br /><b>μτφ.</b> [[γίνομαι]] [[βάρος]] σε κάποιον, [[γίνομαι]] [[ενοχλητικός]] («μού φορτώθηκε στα καλά καθούμενα»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «τά φόρτωσε στον κόκορα» — δεν ενδιαφέρεται [[καθόλου]], δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καταπιέζω]], [[ενοχλώ]] («[[οὔτε]] [[κρύος]] αὐτοὺς ἐφόρτου», Επιφ.)<br /><b>2.</b> [[σηκώνω]] [[βάρος]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>φορτοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[είμαι]] [[έγκυος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[γεμίζω]], [[πλημμυρίζω]] («ἐφόρτωσεν ἡμῶν τὰς ἀκοὰς Ἰωάννης καταπληκτικοῖς λόγοις», Ιωάνν. Χρυσ.).
}}
}}

Revision as of 16:45, 26 March 2021

Greek Monolingual

φορτῶ, -όω, ΝΜΑ φόρτος
τοποθετώ φορτίο πάνω σε κάτι, λ.χ. ζώο, μεταφορικό μέσο, έπιπλο (α. «φορτώνω τη βάρκα [το αυτοκίνητο, το μουλάρι, το τραπέζι]» β. «βωμόν τε παμμεγέθη σχίζαις μυρίαις φορτώσαντες», Ηλιόδ.
γ. «...τὸ μὲν μικρὸν πλοῑον φορτοῡσθαι ἕως ἡμερων δεκαπέντε», Επιφ.)
νεοελλ.
1. μτφ. α) επιβαρύνω κάποιον, του επιβάλλω να κάνει κάτι ενοχλητικό ή κουραστικό («μέ φόρτωσε με περισσότερη δουλειά»)
β) γεμίζω κάποιον ή κάτι (α. «μάς φόρτωσε ψείρες» β. «φόρτωσε το ψυγείο με τρόφιμα»)
2. (σχετικά με ηλεκτρον. υπολογιστή) μεταφέρω πληροφορίες και προγράμματα από δισκέτα στη μνήμη
3. (αμτβ.) δέχομαι φορτίο, παίρνω φορτίο, φορτώνομαι («το καράβι φορτώνει και αύριο φεύγει για την Κρήτη»)
4. μέσ. φορτώνομαι
μτφ. γίνομαι βάρος σε κάποιον, γίνομαι ενοχλητικός («μού φορτώθηκε στα καλά καθούμενα»)
5. φρ. «τά φόρτωσε στον κόκορα» — δεν ενδιαφέρεται καθόλου, δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του
μσν.
1. καταπιέζω, ενοχλώοὔτε κρύος αὐτοὺς ἐφόρτου», Επιφ.)
2. σηκώνω βάρος
3. παθ. φορτοῦμαι, -όομαι
είμαι έγκυος
μσν.-αρχ.
μτφ. γεμίζω, πλημμυρίζω («ἐφόρτωσεν ἡμῶν τὰς ἀκοὰς Ἰωάννης καταπληκτικοῖς λόγοις», Ιωάνν. Χρυσ.).