παραίρεσις: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡνται" to "οῦνται") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έσεως, ἡ, Α [[παραιρώ]]<br /><b>1.</b> [[αφαίρεση]] αντικειμένου που ανήκει σε άλλον («διὸ καὶ παραίρεσιν | |mltxt=-έσεως, ἡ, Α [[παραιρώ]]<br /><b>1.</b> [[αφαίρεση]] αντικειμένου που ανήκει σε άλλον («διὸ καὶ παραίρεσιν ποιοῦνται τῶν ὅπλών», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μείωση]], [[ελάττωση]], [[μετριασμός]] («ξυμμάχων τε [[ἀπόστασις]], [[μάλιστα]] [[παραίρεσις]] οὖσα τῶν προσόδων», <b>Θουκ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:10, 26 March 2021
English (LSJ)
εως, ἡ, A taking away from, stripping one of, τῶν προσόδων Th.1.122; τῆς οὐσίας παραιρέσεις Pl.R.573e; τὴν π. ποιοῦνται τῶν ὅπλων Arist. Pol.1311a12.
German (Pape)
[Seite 480] ἡ, Wegnahme, Verringerung; τῶν προσόδων, Thuc. 1, 122; τῆς οὐσίας, Plat. Rep. IX, 573 e; παραίρεσιν ποιεῖσθαί τινος, = παραιρεῖσθαι, Arist. polit. 5, 10.
Greek (Liddell-Scott)
παραίρεσις: ἡ, ἀφαίρεσις, τῶν προσόδων Θουκ. 1. 122· παραίρεσις τῆς οὐσίας Πλάτ. Πολ. 573Ε· τὴν π. ποεῖσθαι τῶν ὅπλων Ἀριστ. Πολιτ. 5. 10, 11.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
enlèvement, soustraction.
Étymologie: παραιρέω.
Greek Monolingual
-έσεως, ἡ, Α παραιρώ
1. αφαίρεση αντικειμένου που ανήκει σε άλλον («διὸ καὶ παραίρεσιν ποιοῦνται τῶν ὅπλών», Αριστοτ.)
2. μείωση, ελάττωση, μετριασμός («ξυμμάχων τε ἀπόστασις, μάλιστα παραίρεσις οὖσα τῶν προσόδων», Θουκ.).
Greek Monotonic
παραίρεσις: ἡ, απομάκρυνση από κοντινό σημείο, αφαίρεση, περικοπή, μείωση, «ψαλίδισμα», τῶν προσόδων, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραίρεσις -εως, ἡ [παραιρέω] het wegnemen, het afnemen:; π. τῶν προσόδων het afnemen van de inkomsten Thuc. 1.122.1; διὸ καὶ τὴν παραίρεσιν ποιοῦνται τῶν ὅπλων daarom ontwapenen ze (de massa) ook Aristot. Pol. 1311a12; het interen:. τῆς οὐσίας π. het interen op het vermogen Plat. Resp. 573e.
Russian (Dvoretsky)
παραίρεσις: εως ἡ отнятие, лишение (τῶν προσόδων Thuc.; τῆς οὐσίας Plat.): τὴν παραίρεσιν ποιεῖσθαί τινος Arst. отбирать что-л.
Middle Liddell
παραίρεσις, εως,
a taking away from beside, curtailing, τῶν προσόδων Thuc. [from παραιρέω