ποθώ: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ποθώ]] -έω, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ποθήω, Α<br /><b>1.</b> [[επιθυμώ]] έντονα [[κάτι]] που στερήθηκα<br />(α. «ποθούσα να ξαναδώ τη [[μάνα]] μου» β. «ποθείς τὸν οὐ παρόντα καὶ [[μάτην]] καλεῑς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω έντονη ερωτική [[επιθυμία]] («καὶ συνοῡσαν αὐτῷ ποθεῖν αὐτόν», λουκ.)<br /><b>3.</b> [[επιθυμώ]], [[λαχταρώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («τοιοῡτοι ὄντες ἐπόθουν εἰς τὴν Ἑλλάδα σῴζεσθαι»)<br /><b>4.</b> (το ουδ. παθ. μτχ.) <i>τὸ ποθούμενω</i>(<i>ν</i>)<br />ό,τι επιθυμεί πολύ [[κάποιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[απαιτώ]], έχω [[ανάγκη]] από [[κάτι]] («τί γὰρ ποθεῑ [[τράπεζα]]»; <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. εν.) <i>τὸ | |mltxt=[[ποθώ]] -έω, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ποθήω, Α<br /><b>1.</b> [[επιθυμώ]] έντονα [[κάτι]] που στερήθηκα<br />(α. «ποθούσα να ξαναδώ τη [[μάνα]] μου» β. «ποθείς τὸν οὐ παρόντα καὶ [[μάτην]] καλεῑς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω έντονη ερωτική [[επιθυμία]] («καὶ συνοῡσαν αὐτῷ ποθεῖν αὐτόν», λουκ.)<br /><b>3.</b> [[επιθυμώ]], [[λαχταρώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («τοιοῡτοι ὄντες ἐπόθουν εἰς τὴν Ἑλλάδα σῴζεσθαι»)<br /><b>4.</b> (το ουδ. παθ. μτχ.) <i>τὸ ποθούμενω</i>(<i>ν</i>)<br />ό,τι επιθυμεί πολύ [[κάποιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[απαιτώ]], έχω [[ανάγκη]] από [[κάτι]] («τί γὰρ ποθεῑ [[τράπεζα]]»; <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. μτχ. εν.) <i>τὸ ποθοῦν | ||
</i><br />ο [[πόθος]], η [[επιθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. <i>ποθῶ</i> και [[πόθος]] ανάγονται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>ghwodh</i> της ΙΕ ρίζας <i>gh</i><sup>w</sup><i>edh</i>- «[[παρακαλώ]], [[ποθώ]], [[λαχταρώ]]». Την απαθή [[βαθμίδα]] της ίδιας ρίζας εμφανίζει ο αορ. [[θέσσασθαι]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θεθ</i>-<i>σασ</i>-<i>θαι</i>), από το θ. του οποίου έχει προέλθει, [[κατά]] το [[σχήμα]] [[λόγος]]: [[λέγω]], η λ. [[πόθος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>φόθος</i>, με [[ανομοίωση]] τών δασέων. Για την [[εναλλαγή]] του αρκτικού -<i>φ</i>- και -<i>θ</i>- <b>πρβλ.</b> [[θείνω]]: [[φόνος]], <b>βλ. λ.</b> [[θείνω]]). Το ρ. [[ποθώ]] αποτελεί [[είτε]] ενεστ. επιτατικού-επαναληπτικού τύπου, αντίστοιχο του τ. [[θέσσασθαι]] (<b>πρβλ.</b> [[στροφέω]]: [[στρέφω]]) [[είτε]] μετονοματικό παρ. της λ. [[πόθος]] (<b>πρβλ.</b> και το [[σύστημα]] [[φοβέω]]: [[φόβος]]: [[φέβομαι]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 27 March 2021
Greek Monolingual
ποθώ -έω, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ποθήω, Α
1. επιθυμώ έντονα κάτι που στερήθηκα
(α. «ποθούσα να ξαναδώ τη μάνα μου» β. «ποθείς τὸν οὐ παρόντα καὶ μάτην καλεῑς», Αριστοφ.)
2. έχω έντονη ερωτική επιθυμία («καὶ συνοῡσαν αὐτῷ ποθεῖν αὐτόν», λουκ.)
3. επιθυμώ, λαχταρώ να κάνω κάτι («τοιοῡτοι ὄντες ἐπόθουν εἰς τὴν Ἑλλάδα σῴζεσθαι»)
4. (το ουδ. παθ. μτχ.) τὸ ποθούμενω(ν)
ό,τι επιθυμεί πολύ κάποιος
αρχ.
1. (για πράγμ.) απαιτώ, έχω ανάγκη από κάτι («τί γὰρ ποθεῑ τράπεζα»; Ευρ.)
2. (το ουδ. μτχ. εν.) τὸ ποθοῦν
ο πόθος, η επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. ποθῶ και πόθος ανάγονται στην ετεροιωμένη βαθμίδα ghwodh της ΙΕ ρίζας ghwedh- «παρακαλώ, ποθώ, λαχταρώ». Την απαθή βαθμίδα της ίδιας ρίζας εμφανίζει ο αορ. θέσσασθαι (< θεθ-σασ-θαι), από το θ. του οποίου έχει προέλθει, κατά το σχήμα λόγος: λέγω, η λ. πόθος (< φόθος, με ανομοίωση τών δασέων. Για την εναλλαγή του αρκτικού -φ- και -θ- πρβλ. θείνω: φόνος, βλ. λ. θείνω). Το ρ. ποθώ αποτελεί είτε ενεστ. επιτατικού-επαναληπτικού τύπου, αντίστοιχο του τ. θέσσασθαι (πρβλ. στροφέω: στρέφω) είτε μετονοματικό παρ. της λ. πόθος (πρβλ. και το σύστημα φοβέω: φόβος: φέβομαι)].