ορθώνω: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ ὀρθῶ, -όω) [[ορθός]]<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] [[κάτι]] που έπεσε ή βρίσκεται [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] σε όρθια [[θέση]] [[κάτι]] που έχει λοξή [[στάση]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>ορθώνομαι</i>, <i>ὀρθοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />σηκώνομαι και [[στέκομαι]] όρθιος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (η προστ. αορ.) <i>όρθωσον</i><br /><b>ναυτ.</b> [[παράγγελμα]] που δίνεται [[προς]] τους κωπηλάτες για να υψώσουν κατακόρυφα τα [[κουπιά]] [[προς]] [[απονομή]] χαιρετισμού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ορθώνω]] το ανάστημά μου» — [[αντιμετωπίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] περήφανα και θαρραλέα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οικοδομώ]], [[χτίζω]], [[στήνω]] [[οικοδόμημα]] («Ζηνὸς, ὀρθῶσαι [[βρέτας]] [[τρόπαιον]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανεγείρω]], [[ανοικοδομώ]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] [[ευθύ]], [[ισιάζω]] («ὀρθοῦντά διεστραμμένα τῶν ξύλων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[επαναφέρω]] [[κάτι]] σε καλή [[κατάσταση]], [[τροποποιώ]] [[κάτι]] [[προς]] το καλύτερο («ὧδε ποιήσας ὀρθώσεις σε αυτόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[τιμώ]], [[δοξάζω]]<br /><b>6.</b> [[κατευθύνω]]<br /><b>7.</b> [[χρησιμοποιώ]] την ονομαστική [[πτώση]]<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> α) [[επιτυγχάνω]], [[κατορθώνω]]<br />β) (για λόγο) [[είμαι]] [[αληθής]], [[ορθός]]<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> [[ευτυχώ]], [[ακμάζω]]<br /><b>10.</b> (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ ὀρθούμενον</i><br />η [[επιτυχία]].
|mltxt=(ΑΜ ὀρθῶ, -όω) [[ορθός]]<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] [[κάτι]] που έπεσε ή βρίσκεται [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] σε όρθια [[θέση]] [[κάτι]] που έχει λοξή [[στάση]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>ορθώνομαι</i>, <i>ὀρθοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />σηκώνομαι και [[στέκομαι]] όρθιος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (η προστ. αορ.) <i>όρθωσον</i><br /><b>ναυτ.</b> [[παράγγελμα]] που δίνεται [[προς]] τους κωπηλάτες για να υψώσουν κατακόρυφα τα [[κουπιά]] [[προς]] [[απονομή]] χαιρετισμού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ορθώνω]] το ανάστημά μου» — [[αντιμετωπίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] περήφανα και θαρραλέα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οικοδομώ]], [[χτίζω]], [[στήνω]] [[οικοδόμημα]] («Ζηνὸς, ὀρθῶσαι [[βρέτας]] [[τρόπαιον]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανεγείρω]], [[ανοικοδομώ]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] [[ευθύ]], [[ισιάζω]] («ὀρθοῦν τά διεστραμμένα τῶν ξύλων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[επαναφέρω]] [[κάτι]] σε καλή [[κατάσταση]], [[τροποποιώ]] [[κάτι]] [[προς]] το καλύτερο («ὧδε ποιήσας ὀρθώσεις σε αυτόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[τιμώ]], [[δοξάζω]]<br /><b>6.</b> [[κατευθύνω]]<br /><b>7.</b> [[χρησιμοποιώ]] την ονομαστική [[πτώση]]<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> α) [[επιτυγχάνω]], [[κατορθώνω]]<br />β) (για λόγο) [[είμαι]] [[αληθής]], [[ορθός]]<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> [[ευτυχώ]], [[ακμάζω]]<br /><b>10.</b> (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ ὀρθούμενον</i><br />η [[επιτυχία]].
}}
}}

Latest revision as of 16:03, 27 March 2021

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀρθῶ, -όω) ορθός
1. σηκώνω κάτι που έπεσε ή βρίσκεται κάτω
2. φέρνω σε όρθια θέση κάτι που έχει λοξή στάση
3. μέσ. ορθώνομαι, ὀρθοῦμαι, -όομαι
σηκώνομαι και στέκομαι όρθιος
νεοελλ.
1. (η προστ. αορ.) όρθωσον
ναυτ. παράγγελμα που δίνεται προς τους κωπηλάτες για να υψώσουν κατακόρυφα τα κουπιά προς απονομή χαιρετισμού
2. φρ. «ορθώνω το ανάστημά μου» — αντιμετωπίζω κάποιον ή κάτι περήφανα και θαρραλέα
αρχ.
1. οικοδομώ, χτίζω, στήνω οικοδόμημα («Ζηνὸς, ὀρθῶσαι βρέτας τρόπαιον», Ευρ.)
2. ανεγείρω, ανοικοδομώ
3. κάνω κάτι ευθύ, ισιάζω («ὀρθοῦν τά διεστραμμένα τῶν ξύλων», Αριστοτ.)
4. επαναφέρω κάτι σε καλή κατάσταση, τροποποιώ κάτι προς το καλύτερο («ὧδε ποιήσας ὀρθώσεις σε αυτόν», Ηρόδ.)
5. τιμώ, δοξάζω
6. κατευθύνω
7. χρησιμοποιώ την ονομαστική πτώση
8. μέσ. α) επιτυγχάνω, κατορθώνω
β) (για λόγο) είμαι αληθής, ορθός
9. παθ. ευτυχώ, ακμάζω
10. (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ὀρθούμενον
η επιτυχία.