καταστοχάζομαι: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταστοχάζομαι''': ἀποθετ., πρὸς τὸν σκοπόν [[τείνω]], κατὰ τοῦ σκοποῦ ἢ στόχου βάλλω, σημαδεύω, [[ἐπιτυγχάνω]], εἰκάζων [[εὑρίσκω]], τι Πολύβ. 12. 13, 4· καταστοχασάμενος πιθανῶς τὴν ἐπίνοιαν τοῦ στρατηγοῦ Διόδ. 19. 5, 39. 2) ἐπιδιώκω, | |lstext='''καταστοχάζομαι''': ἀποθετ., πρὸς τὸν σκοπόν [[τείνω]], κατὰ τοῦ σκοποῦ ἢ στόχου βάλλω, σημαδεύω, [[ἐπιτυγχάνω]], εἰκάζων [[εὑρίσκω]], τι Πολύβ. 12. 13, 4· καταστοχασάμενος πιθανῶς τὴν ἐπίνοιαν τοῦ στρατηγοῦ Διόδ. 19. 5, 39. 2) ἐπιδιώκω, μετὰ γεν., [[ὥσπερ]] ὁ [[τοξότης]] πρὸς τὸν σκοπὸν ἀπευθύνει τὸ [[βέλος]], [[οὕτως]] ὁ κριτὴς τοῦ δικαίου καταστοχάζεται, οὐ τὰ πρόσωπα λαμβάνων Βασίλ.· τινος Ἀθήν. 391Β, Σουΐδ. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταστοχάζομαι:''' улавливать, разгадывать (τὸ [[μέλλον]] Diod.). | |elrutext='''καταστοχάζομαι:''' улавливать, разгадывать (τὸ [[μέλλον]] Diod.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:45, 20 April 2021
English (LSJ)
A aim at, τὸ συμφέρον Alex. Trall.Febr.6: hence, hit, guess, infer, τι Plb.12.13.4; τὸ μέλλον D.S.19.39; τινος Ath.9.391b, Procl.in Alc.p.46 C., Phlp.in Ph.640.3: abs., Heph.Astr.3.4:—Act. is f.l. in Suid. s.v. προφητεία, and dub. cj. for καταστοχέω (q. v.):—Pass., τὸ -ασμένον εἰκότως Phld.Rh.1.362 S.; κατεστοχάσθαι, gloss on ἐσκευωρῆσθαι, EM385.15.
Greek (Liddell-Scott)
καταστοχάζομαι: ἀποθετ., πρὸς τὸν σκοπόν τείνω, κατὰ τοῦ σκοποῦ ἢ στόχου βάλλω, σημαδεύω, ἐπιτυγχάνω, εἰκάζων εὑρίσκω, τι Πολύβ. 12. 13, 4· καταστοχασάμενος πιθανῶς τὴν ἐπίνοιαν τοῦ στρατηγοῦ Διόδ. 19. 5, 39. 2) ἐπιδιώκω, μετὰ γεν., ὥσπερ ὁ τοξότης πρὸς τὸν σκοπὸν ἀπευθύνει τὸ βέλος, οὕτως ὁ κριτὴς τοῦ δικαίου καταστοχάζεται, οὐ τὰ πρόσωπα λαμβάνων Βασίλ.· τινος Ἀθήν. 391Β, Σουΐδ.
Russian (Dvoretsky)
καταστοχάζομαι: улавливать, разгадывать (τὸ μέλλον Diod.).