περιδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιδίδωμι''': ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ περιδίδομαι, βάλλω [[στοίχημα]], στοιχηματίζω, [[μετὰ]] γεν. πράγματος (δηλ. τῆς [[τιμῆς]]), τρίποδος [[περιδώμεθον]] ἠὲ λέβητος, ἂς στοιχηματίσωμεν δι’ ἕνα τρίποδα, ἂς βάλωμεν [[στοίχημα]] ἕνα τρίποδα (διὰ νὰ πληρώσῃ αὐτὸν [[ὅστις]] χάσῃ), Ἰλ. Ψ. 485· [[ἐμέθεν]] περιδώσομαι αὐτῆς, «[[στοίχημα]] θήσομαι [[ὑπὲρ]] ἐμοῦ αὐτῆς» (Εὐστάθ.), δηλ. θὰ βάλω ἐμαυτὴν ὡς ἐχέγγυον, Ὀδ. Ψ. 78· π. πότερον …, βάλλω [[στοίχημα]] ἂν …, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1115· οὕτω, περιδίδομαι περὶ τῆς κεφαλῆς, στοιχηματίζω τὴν κεφαλήν μου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 791· προστιθεμένης καὶ δοτ. προσ., [[περίδου]] μοι περὶ θυματιδᾶν ἁλῶν, ἔλα νὰ στοιχηματίσωμεν δι’ [[ἅλας]] [[μετὰ]] θύμου τετριμμένον, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 772· [[περίδου]] νῦν ἐμοί, εἰ μὴ …, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 644.
|lstext='''περιδίδωμι''': ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ περιδίδομαι, βάλλω [[στοίχημα]], στοιχηματίζω, μετὰ γεν. πράγματος (δηλ. τῆς [[τιμῆς]]), τρίποδος [[περιδώμεθον]] ἠὲ λέβητος, ἂς στοιχηματίσωμεν δι’ ἕνα τρίποδα, ἂς βάλωμεν [[στοίχημα]] ἕνα τρίποδα (διὰ νὰ πληρώσῃ αὐτὸν [[ὅστις]] χάσῃ), Ἰλ. Ψ. 485· [[ἐμέθεν]] περιδώσομαι αὐτῆς, «[[στοίχημα]] θήσομαι [[ὑπὲρ]] ἐμοῦ αὐτῆς» (Εὐστάθ.), δηλ. θὰ βάλω ἐμαυτὴν ὡς ἐχέγγυον, Ὀδ. Ψ. 78· π. πότερον …, βάλλω [[στοίχημα]] ἂν …, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1115· οὕτω, περιδίδομαι περὶ τῆς κεφαλῆς, στοιχηματίζω τὴν κεφαλήν μου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 791· προστιθεμένης καὶ δοτ. προσ., [[περίδου]] μοι περὶ θυματιδᾶν ἁλῶν, ἔλα νὰ στοιχηματίσωμεν δι’ [[ἅλας]] μετὰ θύμου τετριμμένον, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 772· [[περίδου]] νῦν ἐμοί, εἰ μὴ …, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 644.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 12:05, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιδίδωμι Medium diacritics: περιδίδωμι Low diacritics: περιδίδωμι Capitals: ΠΕΡΙΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: peridídōmi Transliteration B: perididōmi Transliteration C: perididomi Beta Code: peridi/dwmi

English (LSJ)

only in Med., A stake, wager, c. gen. pretii, τρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος let us make a wager of a tripod, i.e. let us wager a tripod (to be paid by the loser), Il.23.485 ; ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς I will wager myself, i.e. my life, Od.23.78 ; π. πότερονlay a wager whether... Ar.Ach.1115 ; περὶ τῆς κεφαλῆς περιδόσθαι Id.Eq.791 : with dat. pers. added, περίδου μοι περὶ θυματιδᾶν ἁλῶν have a wager with me for a little thyme-salt, Id.Ach.772 ; περίδου νυν ἐμοί, εἰ μὴId.Nu.644, cf. Diph.130.

German (Pape)

[Seite 572] (s. δίδωμι), herumgeben, herumreichen, im med. Etwas darum geben, wetten, c. gen. der Sache, die man um Etwas wetten will, δεῦρό νυν ἢ τρίποδος περιδώμεθον ήὲ λέβητος, Il. 23, 485, laß uns um einen Dreifuß od. Kessel wetten; ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς, Od. 23, 78, mich selbst will ich zum Pfande geben; auch περί τινος, περιδίδομαι περὶ τῆς κεφαλῆς, ich wette um meinen Kopf, ich setze meinen Kopf zum Pfande, Ar. Equ. 788; περίδου μοι περὶ θυμιτᾶν ἁλῶν, wette mit mir um etwas Quendelsalz, Ach. 737; u. absolut, περίδου νῦν ἐμοί, εἰ μή –, Nubb. 634; vgl. noch Ach. 1080 u. Diphil. in B. A. 416.

Greek (Liddell-Scott)

περιδίδωμι: ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ περιδίδομαι, βάλλω στοίχημα, στοιχηματίζω, μετὰ γεν. πράγματος (δηλ. τῆς τιμῆς), τρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος, ἂς στοιχηματίσωμεν δι’ ἕνα τρίποδα, ἂς βάλωμεν στοίχημα ἕνα τρίποδα (διὰ νὰ πληρώσῃ αὐτὸν ὅστις χάσῃ), Ἰλ. Ψ. 485· ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς, «στοίχημα θήσομαι ὑπὲρ ἐμοῦ αὐτῆς» (Εὐστάθ.), δηλ. θὰ βάλω ἐμαυτὴν ὡς ἐχέγγυον, Ὀδ. Ψ. 78· π. πότερον …, βάλλω στοίχημα ἂν …, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1115· οὕτω, περιδίδομαι περὶ τῆς κεφαλῆς, στοιχηματίζω τὴν κεφαλήν μου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 791· προστιθεμένης καὶ δοτ. προσ., περίδου μοι περὶ θυματιδᾶν ἁλῶν, ἔλα νὰ στοιχηματίσωμεν δι’ ἅλας μετὰ θύμου τετριμμένον, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 772· περίδου νῦν ἐμοί, εἰ μὴ …, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 644.

English (Autenrieth)

only mid. fut., and aor. subj. 1 du. περιδώμεθον: mid., stake, wager, w. gen. of the thing risked, Il. 23.485 ; ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς, ‘will stake my life,’ Od. 23.78.

Greek Monolingual

Α
μεσ. περιδίδομαι
στοιχηματίζωτρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος» — ας βάλουμε στοίχημα έναν τρίποδα ή έναν λέβητα, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δίδωμι «δίνω»].