δεραιοπέδη: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δεραιοπέδη]], η (Α)<br />η δεροπέδη, το [[περιδέραιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέραιον]] <span style="color: red;">+</span> [[πέδη]] «ο [[δεσμός]], το [[δέσιμο]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ιστοπέδη]], <i>ισχνοπέδη</i>)].
|mltxt=[[δεραιοπέδη]], η (Α)<br />η δεροπέδη, το [[περιδέραιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέραιον]] <span style="color: red;">+</span> [[πέδη]] «ο [[δεσμός]], το [[δέσιμο]]» ([[πρβλ]]. [[ιστοπέδη]], <i>ισχνοπέδη</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεραιοπέδη Medium diacritics: δεραιοπέδη Low diacritics: δεραιοπέδη Capitals: ΔΕΡΑΙΟΠΕΔΗ
Transliteration A: deraiopédē Transliteration B: deraiopedē Transliteration C: deraiopedi Beta Code: deraiope/dh

English (LSJ)

ἡ, A collar, AP6.14 (Antip. Sid.), 9.76 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 548] ἡ, = δειροπέδη, Ant. Sid. 15. 62 (VI, 14 IX, 76).

Greek (Liddell-Scott)

δεραιοπέδη: ἡ, = δειροπέδη, Ἀνθ. Π. 6. 14., 9. 76.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
collet pour les oiseaux.
Étymologie: δέραιον, πέδη.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
• Alolema(s):AP 6.14 (Antip.Sid.); δειροπέδη Gr.Naz.Mul.Orn.229, An.Boiss.4.373
1 lazo que aprieta el cuello usado para cazar pájaros AP l.c., 9.76 (ambos Antip.Sid.).
2 collar, torque para el cuello Gr.Naz.l.c.

Greek Monolingual

δεραιοπέδη, η (Α)
η δεροπέδη, το περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέραιον + πέδη «ο δεσμός, το δέσιμο» (πρβλ. ιστοπέδη, ισχνοπέδη)].

Greek Monotonic

δεραιοπέδη: ἡ, κολάρο, περιλαίμιο, βρόχος, θηλιά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δεραιοπέδη: ἡ Anth. = δεράγχη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεραιοπέδη -ης, ἡ [δέραιον, πέδη] Dor. acc. δεραιοπέδαν, strop.

Middle Liddell

a collar, Anth.