εὐήλατος: Difference between revisions
Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, ο (Α [[εὐήλατος]], -ον)<br />(για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή έχει σφυρηλατηθεί καλά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός [[πάνω]] στον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να ιππεύει ή να κινείται εύκολα (α. «λείαν καὶ εὐήλατον ὁδόν» β. «ἡ τῆς ἀρετῆς [ὁδὸς] τὰ [[πρῶτα]] οὐκ εὐήλατά κως παρέχειν δοκέει» — ο [[δρόμος]] της αρετής φαίνεται από την [[αρχή]] ότι δεν μπορεί να προσπελαστεί εύκολα από κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πεδίον]] εὐήλατον» — [[πεδιάδα]] κατάλληλη για ιππευτικές ασκήσεις<br /><b>3.</b> ο αλεσμένος καλά («εὐήλατον [[ἄλφι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ελαύνω]]), | |mltxt=-η, ο (Α [[εὐήλατος]], -ον)<br />(για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή έχει σφυρηλατηθεί καλά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός [[πάνω]] στον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να ιππεύει ή να κινείται εύκολα (α. «λείαν καὶ εὐήλατον ὁδόν» β. «ἡ τῆς ἀρετῆς [ὁδὸς] τὰ [[πρῶτα]] οὐκ εὐήλατά κως παρέχειν δοκέει» — ο [[δρόμος]] της αρετής φαίνεται από την [[αρχή]] ότι δεν μπορεί να προσπελαστεί εύκολα από κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πεδίον]] εὐήλατον» — [[πεδιάδα]] κατάλληλη για ιππευτικές ασκήσεις<br /><b>3.</b> ο αλεσμένος καλά («εὐήλατον [[ἄλφι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ελαύνω]]), [[πρβλ]]. <i>ιππ</i>-<i>ήλατος</i>, <i>ποδ</i>-<i>ήλατον</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 09:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, (ἐλαύνω) A easy to drive or ride over, πεδία fit for cavalry operations, X.Cyr.1.4.16, cf.HG5.4.54; ἡ τῆς ἀρετῆς [ὁδὸς] τὰ πρῶτα οὐκ εὐήλατά κως παρέχειν δοκέει Eus.Mynd.63. II well-ground, ἄλφι Antim.64; well-hammered, ἄκμων Euph.51.10.
German (Pape)
[Seite 1067] leicht zu befahren, zu bereiten, χωρίον εὐήλατον Xen. Hell. 5, 4, 54, wo man leicht hinausreiten kann, vgl. Cyr. 1, 4, 16, wo es eine zum Gebrauche der Reiterei günstige Ebene bezeichnet; ἕως μέν ἐστιν εὐήλατα Ael. H. A. 2, 39; – leicht zu treiben, gut getrieben, gehämmert, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
εὐήλᾰτος: -ον, ἐφ’ οὗ εὐκόλως δύναταί τις νὰ ἱππεύῃ ἢ ἐλαύνῃ ἐφ’ ἄρματος ἢ ἁμάξης, πρὸς ἄναντες εὐήλατον Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 54· τὰ θηρία ἐξελᾶν πρὸς τὰ ἐργάσιμά τε καὶ εὐήλατα ὁ αὐτ. ἐν Κύρου Παιδ. 1. 4, 16. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐήλατον· καλῶς ἐληλαμένον ἢ ἐλαυνόμενον» καὶ «εὐήλατος· ὁ πεδεινὸς καὶ εὐάροτος χῶρος».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où l’on peut aller à cheval, faire manœuvrer de la cavalerie.
Étymologie: εὖ, ἐλαύνω.
Greek Monolingual
-η, ο (Α εὐήλατος, -ον)
(για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή έχει σφυρηλατηθεί καλά
αρχ.
1. αυτός πάνω στον οποίο μπορεί κάποιος να ιππεύει ή να κινείται εύκολα (α. «λείαν καὶ εὐήλατον ὁδόν» β. «ἡ τῆς ἀρετῆς [ὁδὸς] τὰ πρῶτα οὐκ εὐήλατά κως παρέχειν δοκέει» — ο δρόμος της αρετής φαίνεται από την αρχή ότι δεν μπορεί να προσπελαστεί εύκολα από κάποιον
2. φρ. «πεδίον εὐήλατον» — πεδιάδα κατάλληλη για ιππευτικές ασκήσεις
3. ο αλεσμένος καλά («εὐήλατον ἄλφι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ήλατος (< ελαύνω), πρβλ. ιππ-ήλατος, ποδ-ήλατον].
Greek Monotonic
εὐήλᾰτος: -ον (ἐλαύνω), αυτός που προσφέρεται για ιππασία· πεδίον εὐ., πεδινός χώρος κατάλληλος για το ιππικό, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὐήλᾰτος: удобный для передвижения верхом (πεδίον Xen.).
Middle Liddell
εὐ-ήλᾰτος, ον ἐλαύνω
easy to drive or ride over, πεδίον εὐ. a plain fit for cavalry, Xen.